Ο ήλιος ανατέλλει και δύει ακολουθώντας πάντα τον ίδιο δρόμο σκορπίζοντας τα ίδια χρώματα.
Ούτε η συννεφιά, η μπόρα το χαλάζι το χιόνι δεν θα αλλάξει την πορεία του, τα χρώματα του, την μαγεία του.
Όλα τα αφήνει στις αποφάσεις της γης, που παίζει μαζί μας, φέρνοντας καταπληκτικές αλλαγές στην καθημερινότητα μας.
Αυτή είναι η ναζιάρα, θέλει πάντα να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.
Τις εποχές της, τις αλλαγλες της, το κρύο, την ζέστη.
Τα έχει βρει με τους ανέμους της.
Με τις εποχές.
Εμείς την ακολουθούμε.
Δεν μπορούμε παρά να μαγευτούμε από την ομορφιά που μας σκορπίζει.
Ο χρόνος είναι ο πιστός της φίλος.
Αυτήν δεν την αλλάζει, αντίθετα τον διατάζει. Παίζει μαζί του.
Αλλάζει όμως εμάς, για όσο θέλει αυτή και εμείς ακολουθούμε το παιχνίδι της.
Χαρίζοντας μας στιγμές, μόνο στιγμες από τον χρόνο της.
Εμείς τις φυλακίζουμε, στο όνειρο, στις αναμνήσεις.
Γιατί τίποτα δεν είναι το ίδιο, όσες φορές και να επαναληφθεί.
Κάθε στιγμή είναι μοναδική και πρέπει να την ζούμε.”
“Να γυρίζεις πίσω να αναζητάς κάτι που έζησες, τόσο δυνατό, ξυπνά κάθε κύτταρο σου και αναζητάς μια θέση στον ήλιου, του έρωτα.
Αν ήταν η στιγμή να ζήσει θα είχε γίνει, δεν θα άφηνε περιθώρια να αναρωτηθείς για την συνέχεια και να πονέσει η ψυχή σου.”
“Τα μυστήρια της ψυχής δεν τα γνωρίζει κανείς.
Στον πόλεμο πληγώνεσαι μέσα σου, στον πόνο που ζείς, στην αλήθεια του.
Το σταματάς ότι σε πόνεσε, βρίσκεις την δύναμη να το προσπεράσεις κρατώντας καλά κρυμμένα τα αιώνια μυστικά της ευτυχίας, ενός παρορμητικού έρωτα που σε έκανε να πετάς στους ουρανούς και μετά με δύναμη να σε συντρίβει στα βράχια.
Δεν μπορείς να ακολουθήσεις δύο δρόμους ταυτόχρονα, όπως δε μπορείς να τοποθετήσεις αντίθετα συναισθήματα στην ψυχή σου.
Η Ναταλία είχε ήδη κάνει την επιλογή της όταν αντίκρυσε το Αλεξ της στο σπίτι στα βράχια.
Ήξερα ότι θα έφευγε ξανά.
Ήξερε ότι δεν είχε άλλες αντοχές για αυτόν τον έρωτα.
Θα έρθει και θα φύγει, δεν μπορούσε να περιμένει την άγνωστη επιστροφή του.
Πόνεσε πολύ έπρεπε να ακολουθήσει το πέταγμα του γλάρου της, μόνη της.
Στις μέρες που ακολούθησαν προτίμησε να μείνει με την κορη της, να περάσει λίγο χρόνο μαζί της, να κερδίσει το χρόνο που έχασε μέσα από τις αναζητήσεις της ζωής της.
Είχε όλα όσα ήθελε και κάτι ακόμα, πιο πολύτιμο, μια ελεύθερη ψυχή να πετάξει παρέα με κοριτσίστικα όνειρα που έπρεπε επιτέλους να πραγματοποιηθούν, στην “ελεύθερη ζωή της”.
Πέρασαν τα χρόνια και δεν αντιλήφθηκε πως η ευτυχία ήταν μόνο ότι είχε δικό της.
σσσσσσσ
Συνέχιζε να πάει στον Φίλιπ, να δουλεύουν ώρες ατέλειωτες.
Τώρα πιο πολύ από ποτέ την χρειαζόταν.
Είχε ανακτήσει τις δυνάμεις της τον τελευταίο καιρό, όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν.
Ευτυχώς ο χρόνος στάθηκε δίκαιος για μια φορά στον φίλο της.
Με αρκετή προσπάθεια έμαθε να στέκεται όρθιος, να επιστρέφει σιγά σιγά στην κανονική του ζωή.
Είχαν περάσει μήνες από το ατύχημα.
Κέρδισαν την έγκριση – πιστοποίησης έρευνας αρχαιολογικών χώρων, την συνεργασία ενός μεγάλου Πανεπιστημίου και άνθρωπων που θα συνεργάζονταν μαζί τους.
Δεν ήταν πια μόνοι, έρχονταν συχνά στο νησί.
Η Ναταλία έμαθε να διαχειρίζεται το χρόνο της πλέον, να μην απομονώνεται.
Ο πρωινός περίπατος στο νησί.
Οι μυρωδιά του καφέ στα μαγαζάκια.
Τα μικρά καλντερίμια μοσχοβολούσαν άνοιξη.
Το απομεσήμερο πεινούσες από τις μυρωδιές του φρέσκου μαγειρεμένου φαγητού και πολλών παραδοσιακών εδεσμάτων.
Το φρέσκο ψάρι πρωταγωνιστούσε σε κάθε πιάτο.
Απέφευγε κάθε συνάντηση προσωπική με τον Άλεξ.
Το είχε πετύχει.
Είχε βγει από την δύσκολη θέση να του δώσει περισσότερες αναλύσεις για την ζωή της και γύρω από την κόρη της.
Το μυστικό της καλά κρυμμένο.
Θα το μάθαινε το παιδί της την στιγμή που εκείνη θα θεωρούσε σωστή.
Τα ταξίδια του Αλεξ ήταν μικρής διάρκειας, τον περισσότερο χρόνο βρισκόταν στο νησί.
Οι κάτοικοι είχαν έναν σπουδαίο μόνιμο γιατρό, έναν θαυμάσιο άνθρωπο.
Το νησί τους είχε πάρει μια άλλη όψη.
Σαν ερχόταν η νύχτα να τους ξεκουράσει, καθόταν στο παράθυρο και κοιτούσε στην σκοτεινιά της θάλασσας.
Σκεφτόταν πόσα ακόμα μυστικά έκρυβε ουδέποτε θα τα μάθαιναν.
Πόσες οι αλλαγές της, πόσους μύθους και ιστορίες καλά κρυμμένες στον βυθό της.
Ήταν αργά όταν χτύπησε το τηλέφωνο, οι σκέψεις της σταμάτησαν απότομα.
“Δεν κοιμάσαι;”
”Προτιμώ να βλέπω την θάλασσα, να ταξιδεύω μαζί της στο άγνωστο.”
“Όπως σε θυμάμαι δεν άλλαξες καθόλου.”
“Πολλά άλλαξαν, απλά εμείς δεν το καταλαβαίνουμε, τα χρόνια δάσκαλος σοφός στο πέρασμά τους.”
“Είναι καιρός δεν νομίζεις;”
“Τι εννοείς;”