“Πάντα στην ώρα σου, εύχομαι να είχες ευχάριστη διαδρομή, την έχω περπατήσει πολλές φορές, έχει όμορφες εικόνες να χαρίσει..
“Έχεις δίκιο, χρόνια τώρα αυτός ο τόπος ζωγραφίζει συνέχεια, εικόνες με χρώματα, μεγάλοι ζωγράφοι, προσπάθησαν και προσπαθούν να αποθανατίσουν το όμορφο τοπίο του νησιού.
Δεν μπόρεσαν ακόμα να δώσουν την μαγεία αυτού του τόπου.”
“Έχω έτοιμο τον αγαπημένο σου καφέ, άρωμα φουντουκιού να τον συνοδεύουν κουλουράκια κανέλας.”
“Πως να ξεχάσω, την γωνιά μας, τον καφέ μας, τα μυστικά μας.
Υπέροχο παρελθόν, φεύγοντας το άφησα εκεί μαζί σου να σε συντροφεύει.
Συνέχισα εδώ σ’ αυτόν τον φιλόξενο τόπο, νέοι άνθρωποι με αγκάλιασαν, με έκαναν δική τους, μου πρόσφεραν ότι είχαν στο σπιτικό τους.”
“Έμαθα για την κόρη σου, την μεγαλώνεις θαυμασια.”
“Το οφείλω στο νησί, στους ανθρώπους του.
Αγάπησαν την κόρη μου, μπορεί να μην έχει αδέλφια, αλλά όλα τα παιδιά στο νησί έχουν μια φιλία που ομοιά τους δεν έχω συναντήσει ακόμα και στα δικά μου παιδικά χρόνια.
Την αγκάλιασαν στην αυλή του σπιτιού μας.
Μεγαλώνει και την βλέπω να χαίρεται με το παραμικρό, με τα κατοικίδια, τα λουλουδια που ανθίζουν, τρέχει στα καλντερίμια του νησιού, την προσέχουν οι κάτοικοι.
Είναι γενναία, δεν φοβάται το παραμικρό.
Την γνωρίζουν την μικρή μου, η Δανάη η κόρη της Ναταλίας.
Αναπνέει τον θαλασσινό αέρα, παίζει με τα κύματα, φροντίζει και αγαπάει το περιβάλλον της, τους ανθρώπους της, τους φίλους της.
Εμαθε να προστατεύει τον εαυτό της, μαζί και όσους την χρειάζονται.”
Η Ναταλία ήθελε να σταματήσει την συζήτηση, δεν ήθελε περισσότερες αναλύσεις και ερωτήσεις για την Δανάη της.
“Την άφησα στην αυλή να την προσέχουν, πες μου για σένα, έφτασες τους στόχους σου, κατάφερες στα χρόνια αυτά το περισσότερο, κυνηγούσες το παραπάνω και όταν το έφτανες προσπαθούσες για το επόμενο στόχο σου.”
“Σίγουρα δεν σε κάλεσα εδώ να μιλήσουμε για το που έφτασα, θέλω να μάθω για σένα, για μας και όχι να μου πεις ότι θέλεις να είμαστε φίλοι.
Αισθάνεσαι ακόμα όπως τότε Ναταλία;
Πρέπει να μου απαντήσεις, χρειάζομαι αλήθειες για να μπορέσω να προχωρήσω.
Δεν κατάλαβα τον λόγο που έφυγες σαν τον κλέφτη από την ζωή μου.
Αφησες πίσω μια καρδιά να σ’αναζητάει κάθε βράδυ, πολέμησα για αυτό, ποτέ δεν κατάλαβα τον λόγο που έφυγες τόσο απότομα.”
“Θέλεις να κάνουμε μια βόλτα στον κήπο, να θυμηθούμε ίσως καλύτερα, δεν έχω κάτι άλλο να σου πω μετά από τόσα χρόνια, όλα άλλαξαν και μαζί τους και εμείς.
Να φέρουμε μόνο τα όμορφα, να ξεχάσουμε ότι μας πόνεσε.”
Μια όμορφη βόλτα στον κήπο έκανε και τους δύο να νιώθουν ευχάριστα, η φύση τους πρόσφερε ρόδα γεμάτατα αρώματα και το αεράκι της θάλασσας τους δρόσιζε.
Εκείνη η μέρα όμως ήταν γραμμένη από την μοίρα πατέρας και κόρη να έρθουν κοντά,
να ενωθούν, να αγαπηθούν όπως τους άρμοζε.