“Στην αφήνω να δούμε πως θα τα έβγαζες πέρα με ένα παιδί.
Μια σχέση σωστή δεν μπόρεσες να κρατήσεις.
Έχεις ποτέ αναρωτηθεί τι χρειάζεται μία γυναίκα από έναν άντρα.
Έχεις ποτέ έρθει στην θέση να μεγαλώνεις μια κόρη ολομόναχη.
Όχι, ποτέ δεν το έκανες για αυτό έμεινες μόνος.
Λυπάμαι την μοναξιά σου, λυπάμαι εμένα που ξέρω ότι θα σ’ αγαπώ μέχρι να πεθάνω.”
Λόγια βαριά ξεστόμισε, στης βγήκε ο πόνος της ψυχής τόσων χρόνων.
Κοιτούσε τα δικά του θέλω.
Δεν ήρθε ποτέ στην θέση της.
Έφυγε τρέχοντας.
“Μανούλα μου που είσαι, πάντα μου έλεγες να μην θυμώνω με τους ανθρώπους.
Μαζέψου Ναταλία, οι άνθρωποι έχουν τις δικές τους ασχολίες.
Δεν είμαστε όλοι το ίδιο.”
Τα σκληρά λόγια, τον Άλεξ, την μαμά της που πέρασε μια ζωή μαζί της θυμώνοντας δίχως να την καταλαβαίνει.
Η μοίρα, ο άντρας που δεν ήθελε να ερωτευτεί ποτέ, έγινε.
Η μοίρα της φέρθηκε σκληρά.
Λίγες μέρες αργότερα έφυγε για το ταξίδι της δίχως ποτέ να επιστρέψει.
Ο Άλεξ της ζητούσε συγγνώμη, όσον αφορούσε το δικό του φταίξιμο.
Ο εγωισμός της όμως δεν την άφηνε να τον κατανοήσει.
Τον ρωτούσε πάντα για την μικρή της Δανάη.
Δεκατρία χρόνια είχαν περάσει από τότε, υπόσχεση να ζήσει μόνη της.
Να αφήσει την κόρη της να μεγαλώνει κοντά στον πατέρα της.
Τι ζητούσε τώρα, τι θα μπορούσε να διεκδικούσε.
Να ανοίξει ένα γραμμα, ποιες ήθελε να είναι οι απαντήσεις.
Κουρασμένη από τον πόνο που δηλητηρίαζε την ψυχή της, άνοιξε ένα συρτάρι και τα έκλεισε μέσα.
Θαρρούσε πως έτσι θα λύτρωνε από της Ερινύες της ψυχής που την βασάνιζαν.
Θυμήθηκε την συζήτησή της πριν στο καφέ της γωνιάς.
“Έχουν σκοπό σύντομα να σε επισκεφτούν.”
Τα πόδια της έτρεμαν, η καρδιά της χίλια δυο κομμάτια.