1.φθινόπωρο
Η δυνατή βροχή την ξύπνησε!
Ανοιξε τις κουρτίνες και κοίταξε το δρόμο, τα δέντρα στην πλατεία είχαν γείρει από το πολύ νερό που έπεφτε ασταμάτητα εκείνη την ώρα.
Ηταν περασμένες οκτώ και τα μαύρα σύννεφα μέρες τώρα έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό λες και ήθελαν να διώξουν το καλοκαίρι και να φέρουν το φθινόπωρο.
Ήταν όλα τόσο σκοτεινά, οι ηλιαχτίδες δεν μπορούσαν να νικήσουν να περάσουν μέσα από τα σύννεφα και να μπουν στο δωματιο της.
Της άρεσε το παιχνίδι της βροχής, στεκόταν πολύ ώρα μπροστά στο παράθυρο.
Ένας περαστικός έτρεχε να προλάβει να μην βραχεί, τόσο απότομα που αλλάζουν όλα!
Η μαγεία της στιγμής, η φύση μήνες τώρα περίμενε το πρώτο πρωτοβρόχι σαν ανάσα από τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού να φέρει την δροσιά στην καρδιά της πόλης.
Οι λιμνούλες και οι μικροί χείμαρροι – γινόντουσαν μεγαλύτεροι όσο η βροχή έπεφτε – ήταν κάτι που τις θύμιζε τα παιδικά της χρόνια.
Να στέκεται στο παράθυρο, να κοιτάζει την βροχή, τα αυλάκια στο χώμα μικροί χείμαρροι, τα λουλούδια στους κήπους.
Πόσο άλλαξε το τοπίο γύρω της, οι ψηλές λεύκες της πλατείας υποδέχονταν με ευχαρίστηση την δροσιά της πρώτης φθινοπωρινής μπόρας.
Τα μικρά ανθισμένα λουλούδια που είχαν φυτέψει στην πλατεία άλλαζαν το χρώμα τους από την καθαρότητα του νερού της βροχής.
Πόσο διαφορετικό το τοπίο, πόσες αλλαγές μπορεί να ζήσει κάποιος και πόσο μπορεί να ταξιδέψει στο χρόνο.
Η μικρή λεμονιά στο γειτονικό σπίτι, έγερνε από τα λεμόνια που μαζί με την βροχή, έπεφταν βαριά πάνω στα κλαδιά του δέντρου.
Μια νεαρή κοπέλα βγήκε να θαυμάσει το φθινοπωρινό τοπίο.
Κάποια τριαντάφυλλα στον κήπο της είχαν ανθίσει.
Φαινόταν τόσο ευτυχισμένη.
Η Ναταλία σκεφτόταν συνέχεια, ταξίδεψε πίσω στο χρόνο θυμήθηκε ότι είχε αγαπήσει περισσότερο, τα αγνά παιδικά χρόνια στην επαρχία, το φθινόπωρο πόσο όμορφο φάνταζε στα παιδικά ματάκια της.
Η φύση μοσχομύριζε το χώμα, τα δέντρα στο δάσος, τα κηπευτικά τους, τα λουλούδια τους.
Τα χρυσάνθεμα στην αυλή τους που είχαν μπουμπουκιάσει και περίμεναν να ανοίξουν.
Τα τελευταία τριαντάφυλλα στον κήπο τους, την κληματαριά τους μερικά σταφύλια ακόμα είχαν μείνει, να τα κόψουν και να τα βάλουν στο υπόγειό τους να κρατηθούν για ένα μήνα έτσι.
Δεν χρειαζόταν κάν ψυγείο να διατηρηθούν.
Η ροδιά γεμάτη ρόδα, κάποια θα άνοιγαν και θα σάπιζαν από την βροχή.
Τα φύλλα δεν μπορούσαν να κρατηθούν άλλο πάνω στα κλαδιά των δέντρων και έπεφταν στο χώμα να το στολίσουν με τα χρυσοκίτρινα, τα πορτοκαλί, χρώματα, κάποια είχαν πάρει το βαθύ καφέ σκούρο της γης χρώμα.
Δεν χρειαζόταν καποιος να τα απαθανατίσει η φύση φρόντιζε αυτό το τοπίο κάθε φορά να το κάνει διαφορετικά όμορφο, καθώς και η ίδια μπορούσε με τόση ευκολία να μεταφερθεί στο χρόνο και να ζήσει κάθε ανάμνηση της διαφορετικότητας αυτής.