Ένα πολύ παλιό γεφύρι το έφτιαξαν οι Ιταλοί στον πόλεμο και τώρα μένει έτσι απλά να ενώνει τις δυο απέναντι όχθες του ποταμού, που διασχίζει το και κόβει το βουνά στην μέση.
Να της δείξω το δάσος, τα δύσβατα μονοπάτια.
Ίσως κάποιες μαζεμένες πέτρες από τους ερειπωμένους πύργους που χτίζαμε να έχουν μείνει στο ξέφωτο του δάσους.
Αν και αυτό δεν θα το έχει καταπιεί η πυκνή βλάστηση.
Πόσα όνειρα ξύπνησαν.
Οι αναμνήσεις χτυποκάρδια έντονα, σαν παιδί.
Είχε την ευκαιρία να ζήσει μαζί με την μικρή της εγγονή λίγο από την παιδικότητα της.
Μυστικά μέσα της να γυρίσει το χρόνο πίσω και να νιώσει παιδί με το “παιδί της”.
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα, κάποιος άρχισε να μιλάει δυνατά, έψαχνε να βρει το δίκιο του.
Στην μεγάλη πόλη όλοι είναι ξένοι μεταξύ τους, πόσο αφιλόξενη μοιάζει.
Ευγένεια, τι είναι αυτό, οι ρυθμοί της γρήγοροι.
Όμως αυτή έψαχνε να βρει το διαφορετικό το ωραίο, αυτό που την έκανε να την αγαπήσει τόσο.
Μια βόλτα στην ιστορική πόλη, στο κέντρο θα της έκανε καλό.
Κάπου εκεί ήρθαν τα πρώτα όνειρα.
Κάπου εκεί συναντήθηκε με τον άνθρωπο που έγινε η σκιά των ονείρων της.
Εκεί φάνταζαν όλα τόσο όμορφα μαζί του.
Ήταν αυτός που ομόρφαινε τα πάντα.
Η ψυχή του, τα αισθήματα του, η καλοσύνη στα μάτια του, η ομορφιά που έκρυβε μέσα του, τα όμορφα αισθηματά του.
Ήταν ο διαφορετικός, ο μοναδικός που μπορούσε να την ταξιδεύει.
Άρχισε να την πονούν οι αναμνήσεις.
Ταξίδεψε στο νησί,.
Τώρα η θάλασσα θα ήταν αγριεμένη, θα έμοιαζε τόσο όμορφη στα χρώματα του ανοιχτού πελάγους, στο γκρίζο ουρανό στα σύννεφα.
Το κύμα της θα έσκαβε την ακτή, θα έβγαινε μέχρι τον δρόμο.
Θα σκούριαζε τα κάγκελα, θα έκανε ζημιές στα σπίτια.
Παρόλα αυτά θα την αγαπούσε περισσότερο, στα ταξίδια της χανόταν μακριά, εκεί που κανένας δεν μπορούσε να την βρει να τις χαλάσει ότι ονειρευόταν και ποθούσε.
Οι δικοί της άνθρωποι τι να έκαναν, ο Φίλιπ, η γιαγιά της αυλής.
Η πρωινή κουβεντούλα τους στην αυλή.
Η βουκαμβίλια θα είχε ρίξει τα φύλλα της και τα λουλούδια της για να μπορέσει να περάσει ο ήλιος μέσα στην αυλή τους να τους ζεστάνει τον χειμώνα