Ο Φίλιπ ήθελε να την βοήθησει πολύ και ήξερε καλά τον τρόπο.
Καθώς ο καιρός περνούσε διαπίστωνε ότι τα παιδιά του νησιού είχαν ανάγκη από δασκάλους.
Η Ναταλία ανέλαβε να βοηθήσει σαν δασκάλα αγγλικών.
Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσε και βοηθούσε τα παιδιά στην εκπαίδευση.
Ούτε λόγος δεν γινόταν για δασκάλους και ιδιαίτερα ξένης γλώσσας.
Μόνο τα βασικά και αν είχαν την τύχη το υπουργείο να τους στείλει δάσκαλο.
Η χειμερινή περίοδος στο νησί ήταν δύσκολη.
Τα παιδιά έμεναν χωρίς τις βασικές γνώσεις.
Όσα μπορούσαν να φύγουν να μάθουν γράμματα δεν γυρνούσαν στον τόπο τους.
Οι κάτοικοι προσπαθούσαν να κρατήσουν τα παιδιά στο νησί.
Υπήρχε χώρος για όλους, αλλά η μόρφωση τους ήταν απαραίτητη.
Το κοριτσάκι της μεγάλωνε και ο Φίλιπ έγινε ο θείος που την προστάτευε.
Δεν υπήρχε άλλος δικό της άνθρωπος εκτός από τον περίεργο θείο Φίλιπ.
Ξενυχτούσε δίπλα της βράδια ατέλειωτα όταν αρρώσταινε.
Είχε χώρο στην καρδιά του για τις δύο.
Ο Άλεξ μια γλυκιά, ωραία ανάμνηση, ένα όνειρο που έρχοταν τις νύχτες να την κάνει ευτυχισμένη, να γλυκάνει τον πόνο της απουσίας του στην καρδιά της
Σαν κοιτούσε το μικρό της κοριτσάκι, το δικό της θησαυρό στα μάτια, της θύμιζε πάντα εκείνον.
Τα μεγάλα πελώρια γαλανά μάτια της ίδια του πατέρα της, με της θάλασσας τα μυστικά.
Μυστικά που θα πέθαιναν μαζί της, δεν είχε σκοπό να αναφέρει ποτέ για τον πατέρα της μικρής σε κανέναν, ήθελε να την έχει μόνη της μακριά από κάθε ανάμνηση που είχε στοιχειώσει την ζωή της.
Ποτέ δεν είπε κουβέντα σε κανέναν.
Δεν μίλησε ήθελε να είναι το μυστικό της, ένα μυστικό μόνο δικό της.
Εγωισμός ίσως, αλλά έτσι έπρεπε να γίνει ή έτσι ήθελε αυτή να γίνει.
Η οικογένεια που βοηθούσε τον τελευταίο καιρό, είχαν πολλά παιδιά, ένα μικρό κοριτσάκι στην ηλικία της κόρης της.
Μερικά βράδια μπορούσε να πηγαίνει στο club του Φίλιπ να τον βλέπει και έμεναν τα δυο κοριτσάκια μαζί κάτω από το βλέμμα της μαμάς της.
Τον τελευταίο καιρό είχαν έρθει η μία κοντά στην άλλη.
Έμοιαζαν και ένιωθαν αδελφούλες.
Η μαμά της μικρής Θάλειας μια υπέροχη γυναίκα.
Η τύχη της την έφερε να μείνει μόνιμα στο νησί γιατί αγάπησε τον άντρα της, έναν αρκετά μεγάλο κύριο, που της πρόσφερε τα πάντα.
Ηταν ευτυχισμένοι, περιτρυγιρισμένη με τόσες όμορφες καρδούλες, ποτέ δεν παραπονέθηκε για την σκληρή ζωή στο νησί.
“Η αγάπη κάνει θαύματα, όλα μπορείς να τα υπομένεις, ένα φιλί μια αγκαλιά και όλη η κούραση της ημέρας ξεχνιέται.” Της είχε πει.
Το μικρό της κοριτσάκι το είχαν κόρη τους, το αγαπούσαν και παρακινούσαν την Ναταλία να την αφήνει να μένει μαζί τους κάνοντας συντροφιά στο κοριτσάκι τους.