Ο Αντρέας και η Ναταλία γνωρίστηκαν, ανέπτυξαν άριστη επαγγελματική συνεργασία μα και φιλία.
Την βοηθούσε και έλεγχε το κάθε τι πριν το παρουσιάσουν στους αρμόδιες.
Οι νύχτες του χειμώνα ήταν πολύ έντονες, η βροχή και ο άνεμος τους φυλάκιζε στο σπίτι, δεν μπορούσαν να ανοίξουν ούτε την πόρτα να βγούν έξω.
Η ζωή τους ήταν σε κίνδυνο όταν καμιά φορά ο Φίλιπ ήταν αναγκασμένος να βουτήξει στα νερά για να δει αν η αγριεμένη θάλασσα είχε μεταφέρει κάτι καινούργιο στο βυθό του νησιού.
Η πιστή πάντα φίλη της κρατούσε το κοριτσάκι της μαζί με τα δικά της, να μην φοβάται, όταν τα βράδια ο άνεμος σφύριζε αγριεμένος, λες και μαρτυρούσε τις ιστορίες της θάλασσας.
Η Ναταλία είχε ξεχαστεί με την δουλειά, έθετε σε κίνδυνο την ζωή της, έβγαινε από το σπίτι φορώντας αδιαβροχα και τραβούσε κατά την σπηλιά
Όσο λυσομανούσε ο άνεμος και το κύμα ερχόταν με ορμή από τα βάθη της θάλασσας τοσο τους μιλούσε, τους έφερνε μυστικά και αρχαία ευρήματα.
Μακριά ίσως έβλεπες τις γοργόνες να κουβαλούν στην ράχη τους ναυτικούς που είχαν κινδυνέψει να τους πάνε σε ασφαλείς μέρη.
Σε αυτό το νησί η πραγματικότητα γινόταν μύθος.
Η Ναταλία εμπιστευόταν τον Φίλιπ να μεγαλώσει την μικρή της σε περίπτωση που θα τις συνέβαινε οτιδήποτε.
Είχε αφήσει γράμμα στο Φίλιπ να το έδινε στο μικρό της κοριτσάκι όταν θα μεγάλωνε αρκετά και και θα μπορούσε να καταλάβει.
Να ψάξει να βρει τον πατέρα της.
Γράμμα και για τους δύο να το διαβάσουν μαζί.
Να μάθουν πως η καρδιά της δεν μπορούσε να αντέξει την αγάπη της και για τους δύο.
Η μικρή της όσο και να μεγάλωνε της θύμιζε ότι είχε αγαπήσει πιο πολύ στην ζωή της
Τον πατέρα της.
Έφευγε το σπίτι της δεν την χωρούσε, προκαλούσε κάθε φορά την τύχη της στην αγριεμένη θάλασσα.
Δεν την ένοιαζε πονούσε τόσο που δεν τον είχε ξεπεράσει.
Μόνο με την δουλειά μπορούσε να ξεχαστεί για λίγο.
Μετά ερχόταν η εξάντληση, την κατέβαλε να μπορέσει να κοιμηθεί για λίγο να ξεκουραστεί.
Και αυτός εκεί στα όνειρά της, δεν υπήρχε ησυχία στο μυαλό της.
Είναι αυτό που λένε ότι ο έρωτας σε σημαδεύει, δεν σταματάει, μεγαλώνει και ζει αιώνια στην ψυχή μας.
΄Ηταν πολύ ευτυχισμένη που είχε την φίλη της, έναν άνθρωπο που έγινε δικό της.
΄Ενα όμορφο πλασματάκι καλοσυνάτο με τόσα παιδιά δίπλα της, δεν διαμαρτυρήθηκε που είχε ακόμη άλλο ένα, το δικό της κοριτσάκι, αντίθετα χαιρόταν πολύ για αυτό.
Ο άντρας της σηκωνόταν από τα χαράματα ανοιγόταν μακριά στην αγκαλιά της θάλασσας να φέρει ότι μπορούσε να ζήσει την οικογένεια του.
Δεν είχαν ξεμακρύνει ποτέ από το νησί.
Δεν ήξεραν τι υπήρχε μακριά πέρα από τον ορίζοντα εκεί που χανόταν η θάλασσα μαζί και ο ουρανός.