Αδύνατον, αντί να τον ξεχνάει μεγάλωνε ότι είχε μέσα της.
Έκλεισε γρήγορα το μπαουλάκι, το θεώρησε το κουτί της πανδώρας που ξεπήδησαν από μέσα οι αναμνήσεις να της φορτώσουν ενοχές, να ξαναθυμηθεί για χιλιοστή φορά ότι την πονούσε.
Εκλεισε το συρτάρι αλλά οι αναμνήσεις έμειναν έξω να σέρνουν την ψυχή της στο παρελθόν.
Το μισάνοιχτο παράθυρο την κάλεσε, το αεράκΐ, η κουρτίνα που ανέμιζε τόση ώρα της έκαναν παρέα.
Στάθηκε να κοιτάζει πολύ μακριά, στο φως του φεγγαριού που έπεφτε στην θάλασσα.
Είχε κλέψει το μέλλον της κόρης της και του άντρα που αγάπησε και αγαπούσε τόσο βαθιά.
Ήταν υπαίτιος για τις ζωές τους.
Πάλι είχε ταξιδεψει, έπρεπε να ολοκληρώσει ότι είχε αρχίσει, αυτή την φορά να ολοκληρώσει έστω από λέξεις γραμμένες στο χαρτί, εξομολόγηση συναισθημάτων ζωής.
Πυκνό σκοτάδι, συντροφιά της το ανοιχτό παράθυρο, η κουρτίνα αφημένη στο αεράκι του πελάγους, η μαυρισμένη θάλασσα της νύχτας που έχασε το γαλάζιο της και άφησε την πανσέληνο να την ζωγραφίσει και τα άστρα να την στολίζουν.
Κάποιες μικρές βαρκούλες στην αγκαλιά της να της κάνουν παρέα, στα μυστικά του βυθού της.
Πήρε την πένα της και συνέχισε.
“Όταν θα έρθει η στιγμή να καταλάβεις και να τον ψάξεις, θα ψάξεις έναν άνθρωπο με μια ψυχή διαφορετική, που αγκαλιάζει η ζεστασιά του κάθε έναν που έχει ανάγκη.
Θα καταλάβεις ότι αναβλύζει η ψυχή του λάβα αγάπης και αγνότητας.
Θα σ’ αγκαλιάσει η ματιά του σαν τον ουρανό, κοίταξε τα μάτια σου, το βλέμμα σου, στον καθρέφτη και θα δεις τον ίδιο άνθρωπο τον πατέρα σου.
Η απλότητα του, η κατανόηση του, τα αισθήματά του είναι τόσα μεγάλα.
Την ζωή την θεωρεί παιχνίδι που πρέπει να βρίσκεις πάντα τον τρόπο να την κερδίζεις.
Δεν υπάρχει για αυτόν ρουά – ματ, χάνεις – κερδίζεις.
Μόνο κινήσεις ενός αγώνα άνισου ζωής που πρέπει να τον κερδίσεις.”
Την είχε κυριεύσει μια νοσταλγική μελαγχολία εκείνη την στιγμή
Όλα της φαίνονταν λάθος,
Πως θα ηταν αν δεν είχε φύγει, θα μεγάλωναν μαζί το παιδί τους, τους τα στέρησε όλα.
Τον πατέρα από την κόρη, άραγε παντρεύτηκε έκανε παιδιά ή έμεινε μόνος με την επιστήμη του να κοιμάται μαζί του τα βράδια, άγρυπνος φρουρός ενός καθήκοντος ανθρωπιάς δίχως τέλος.
Μελαγχόλησε ήταν όμως αργά να διορθώσει ότι ο εγωισμός την οδήγησε στην μεγάλη φυγή.
Όνειρο της να δώσει στην κόρη της, ότι θα έδιναν οι δύο μαζί, να κυνηγήσει το όνειρο.
Ποιος ξέρει ίσως να γινόταν και αυτή μια μεγάλη γιατρός σαν τον πατέρα της.