Η μικρή Δανάη κοιμόταν αγκαλιά με τα άλλα παιδιά στο διπλανό σπίτι της αυλής, το συνήθιζε τον τελευταίο καιρό, είχε μεγαλώσει αρκετά και είχε τόση δύναμη και τα παιχνίδια με τους φίλους της τα χαιρόταν, μάθαινε κοντά τους την απλότητα της ζωής του νησιού, την φιλία και παιχνίδια που τα παιδιά της πόλης κλεισμένα στα μικρά διαμερίσματα τους δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι υπήρχαν.
Λάτρευε να κοιμάται παρέα με τα άλλα παιδιά, την παρακαλούσε η φίλη της να την αφήσει, η μικρή μόνη της δεν της πήγαινε η καρδιά να της αρνηθεί το παραμικρό.
Άλλωστε τι της ζητούσε μια παρεούλα όπως ζητάμε όλοι, μια ευχάριστη παρέα με ανθρώπους που μας αγαπούν.
Τράβηξε την πόρτα πίσω της, πήρε στο δρομάκι που έβγαινε στην θάλασσα.
Το κύμα της μιλούσε, θαρρείς πως θα της στείλει κάποιο μήνυμα, να τρέξει να τον βρεί.
Κοιτούσε πέρα μακριά μεσοπέλαγα, καράβια έρχονταν να φέρουν ξένους στο νησί.
Βαρκούλες να την στολίζουν με τα μικρά φωτάκια τους και να χάνονται στον σκοτεινό ορίζοντα, να γίνονται ένα με τα αστέρια του ουρανού.
Ακουγόταν η μουσική από το μαγαζάκι του φίλου της είχε κάτι το διαφορετικό, το μυστήριο σαν να καλούσε τα πνεύματα της θάλασσας να εμφανιστούν.
Οι γοργόνες να βγούν ήρεμες στην ξηρά και να μαγέψουν με την φωνή τους τους περαστικούς.
Η Ναταλία κάθισε στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στον Φίλιπ.
Δεν χρειάστηκε να μιλήσουν, ήθελε ο ένας την παρέα του άλλου, πονούσαν για διαφορετικό λόγο, ποιος ο λόγος άλλωστε να μιλήσουν για αυτό.
Σε τόσες συζητήσεις και αν είχαν κάνει η απώλεια ίδια.
Δεν γίνονταν θαύματα.
Συντροφιά άκουγαν μουσική, μέχρι το ξημέρωμα.
Έτσι για να καλύψει ο ένας τον άλλον, την ατέλειωτη μοναξιά που ένιωθαν.
Ο ‘Αλεξ είχε δύο μέρες στο νησί και η Ναταλία δεν γνώριζε για την άφιξη του.
Προσπαθούσε να την βρει αλλά δεν την είχε συναντήσει έστω τυχαία, άφαντη σε κάθε δρομάκι και αν διάβηκε, σε όποια θάλασσα και αν περπάτησε.
Στις καθημερινές συζητήσεις με το Φίλιπ τους έβρισκε το ξημέρωμα.
Η ίδια διαδρομή ψάχνοντας για ένα ίχνος της και αυτή πουθενά.
Περπατούσε και μιλούσε με την θάλασσα, το κύμα έλεγε τα μυστικά του.
Όχι δεν θα ρωτούσε, ήθελε να την συναντήσει τυχαία να την δει έστω και από μακριά.
Μια όμορφη γυναικεία ύπαρξη βγήκε για λίγο μερικά μέτρα μπροστά του.
Περασμένη ώρα, σε λίγο θα ξημέρωνε και η Ναταλία έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της να την βρει εκεί το ξημέρωμα, να τακτοποιήσει τα γράμματα πριν ξυπνήσουν οι λέξεις και αρχίζουν να ψιθυρίζουν την όμορφη ζωή που είχε και έχασε.
Περπατούσε δίπλα στο κύμα αργά, ήθελε να απολαύσει την τελευταία πινελιά της νύχτας πριν το ξημέρωμα έρθει και σβήσει την μαγεία της.
Δεν τον είδε, στάθηκε να την κοιτάζει.
Το βηματά του πάγωσαν η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά.