Η Ναταλία στεκόταν μόνη της, θυμήθηκε την νύχτα που ήρθε στην ζωή της το μυστικό των βράχων, σ’ εκείνη την σπηλιά, εκεί όλα έγιναν, προσπάθησαν να ανακαλύψουν με το Φίλιπ το μυστικό της.
Οι αναμνησεις βαριές και η ώρα περασμένη.
Η νύχτα έχει προχωρήσει ίσως να ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όλα είχαν ηρεμίσει πια.
Είναι η ώρα που δεν ξέρεις αν είσαι ξύπνιος ή κοιμάσαι.
Αν ζεις στην πραγματικότητα ή στο όνειρο.
Μια βάρκα πλησίαζε την αμμουδιά, προσπαθούσε να δει ποιοι μπορούσαν να είναι στην σκοτεινή νύχτα.
Δεν φοβήθηκαν την μαυρίλα της θάλασσας.
Φαίνονταν να είναι ξένοι από άλλο τόπο που δεν ήξερε ούτε ποτέ είχε φανταστεί.
Αναζητούσε το μυστικό τους, δεν υπήρχε φόβος για τίποτα μέσα της, κρύφτηκε πίσω από το βράχο.
Δύο όμορφες γυναικείες παρουσίες έκαναν την εμφάνισή τους
Κατευθυνόταν προς το μέρος της, πάγωσε δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ηθελε να την βρουν εκεί πριν ανακαλύψει ποιες είναι και από που έρχονται .
Παράξενο αλλά δεν ένιωθε φόβο ούτε απειλή.
Κοίταξαν προς το μέρος λες και ήξεραν, λες και ήθελαν να μάθουν να ρωτήσουν κάτι.
Είδε το καθαρό και λαμπερό τους βλέμμα.
Με βραχνή αλλά απαλή φωνή ψιθύρισε μία από τις δύο το όνομά της και ταυτόχρονα άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της να της δείξει πως δεν πρέπει να ανησυχεί .
Με δισταγμό, αλλά ταυτόχρονα με όση δύναμη είχε μέσα της η Ναταλία τις πλησίασε.
Τόσο καλοί οι τρόποι τους και πόσο ευαίσθητες φαινόταν.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά όχι όμως από φόβο.
Κοίταξε το πρόσωπό τους άλλη μια φορά.
Ήταν γεμάτο καλοσύνη και αγάπη.
Ένιωσε ηρεμία, γαλήνη και σιγουριά
Μια βάρκα που έψαχνε προορισμό, δύο γυναίκες μόνες προσπαθούσαν να μάθουν.
Είχαν μια καθαρότητα στο βλέμμα τους, με εκείνη την καλοσύνη που κάλυπτε απ’ άκρη σ’ άκρη το πρόσωπό τους, με εκείνη την τρυφερή καρδιά μικρού παιδιού που έκρυβε στην καρδιά τους.
Τις ακολούθησε.
Και από τότε έμαθε τα μυστικά τους.
Σχεδόν κάθε βράδυ στέκονταν κοντά στα βράχια αγναντευοντας το γαλάζιο της θάλασσας, κοιτάζοντας μαζί τους το ηλιοβασίλεμα και στην ανατολή του ήλιου που διώχνει κάθε μαυρίλα από τη ζωή μας περπάτησε μαζί τους χωρίζοντας οι δρόμοι μας μέχρι το ηλιοβασίλεμα.
Ο ήλιος από τότε βγαίνει κάθε μέρα και μας φωνάζει την πιο γλυκιά του καλημέρα φέρνοντας στο φως τα μυστικά των δύο γυναικών.
Και το σούρουπο έρχεται και φωτίζει το φιλί της καληνύχτας για να πάρει μαζί τους το όνειρο της αναζήτησης μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που ήρθε στο φως στέλνοντας τις δύο γυναίκες να ενωθούν με τον κόσμο μας, να μας πουν ότι υπάρχει κάποιος άλλος μυστικός κόσμος που πρέπει να ανακαλύψουμε .
Ένας αλλιώτικος κόσμος μόνο για αυτές.
Εκείνος ο κόσμος της δικής τους καρδιάς μιας άγνωστης φιλίας που με μάγεψε!
Μιας πολύτιμης φιλίας