“Το Μυστικό Νησί Που Ζωντανεύει Τις Νύχτες”

9.1.3. Η Ναταλία και η θάλασσα

Είχε αφήσει τον χρόνο να κυλήσει, δεν επιδίωξε καμιά μέρα να βρεθεί με τον Αλεξ, τόσες σκέψεις, τόσα όνειρα, όλα πάγωσαν πάνω από ένα χειρουργείο, στον πόνο ενός φίλου.

Πέρασαν πολλά χρόνια από την μέρα εκείνη, τον θυμάται ακόμα σε εκείνο το γραφείο να της στέλνει μήνυμα να βρεθούν και εκείνη να τρέχει να τον συναντήσει.

Θυμάται τα χτυποκάρδια της, η καρδιά της νόμιζε ότι θα σπάσει, η ψυχή της έδινε φτερά να πετάξει κοντά του.

Τώρα ήθελε να μείνει μόνη της, συντροφιά με τον εαυτό της, πάντα τα κατάφερνε να είναι ήρεμη.

Η θάλασσα, το κύμα, τα μυστικά της που τόσο καιρό άγρυπνη άκουσε να της στέλνει τα βράδια η θάλασσα, ίσως και ο γλάρος της, είχε την ανάγκη του εκείνη την στιγμή.

‘Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να την ακούσουν, να συμφωνήσουν μαζί της, ποιος ξέρει, είχαν γίνει οι πιστοί, μοναδικοί φίλοι της μοναξιας της.

Κατέβηκε το απότομο λίθινο μονοπάτι, οι πέτρες είχαν λειάνει με τα χρόνια, επικίνδυνο αλλά της άρεσε, ήταν σαν να έκανε βουτιά στα βαθιά, εκείνο το σημείο την μάγευε.

Ένα διαφορετικό περίπατο εκείνη την στιγμή διάλεξε, να ακολουθήσει ένα δρόμο διαφορετικό από τον συνηθισμένο να πάρει τις αποφάσεις της.

Δύσκολες για εκείνη, τον μέλλον της, το μέλλον της μοναχοκόρη της .

Η θάλασσα ήταν η μόνη της φίλη που θα μπορούσε να την ακούσει να μην επέμβει σε καμμία της απόφαση πάρα μόνο να της στέλνει το γλυκό τραγούδι του βυθού της .

Τοπίο άγριο και απότομο, κοφτερές πέτρες και βράχια, θα ακολουθούσε το μονοπάτι μέσα από το μικρό πευκοδάσος και θα την έβγαζε σε μια ερημική βίλα που τα τελευταία χρόνια την επισκεπτόταν σπάνια.

Τώρα ήθελε την ηρεμία και την ομορφιά εκείνου του τοπίου, μιας μικρής ερημικής βίλας μακριά από τον πολιτισμό στολισμένη από την βλάστηση του πευκοδάσους και την ομορφιά του γαλάζιου της θάλασσας

Ίσως ήταν εκεί ο φύλακας με την μικρή του βαρκούλα, πήγαινε τακτικά να συντηρήσει τον κήπο της , πολλές φορές είχαν καθίσει μαζί και είχαν πει τις πιο περίεργες ιστορίες που είχαν ακούσει για το νησί ή για τον κόσμο που ερχόταν και έφευγε σαν τα χελιδόνια.

Κατά καιρούς είχαν έρθει κάποιοι ξένοι από μακριά, είχαν θαυμάσει το τοπίο, είχαν ενδιαφερθεί να την αγοράσουν και έτσι πάλι θα ανορθωνόταν το αρχιτεκτονικό ανάστημα της που με τα χρόνια θα εξαφανιζόταν, θα το έτρωγε η αλμύρα της θάλασσας, γιατί καθώς μόνη της στεκόταν εκεί δεν είχε συμμάχους να την προστατέψουν, παρά ο αγέρας της θάλασσας και η αλμύρα κατέστρεφαν καθημερινά το εξωτερικό της χώρο.

Οι κήποι της και το χορτάρι είχαν πρασινίσει και η ζωή είχε επανέλθει, στο δασάκι, το γλυκό κελάηδημα των πουλιών και των νεογέννητων γλάρων που ερχόταν από την φωλιά των βράχων πεινασμένα αναζητούσαν κάποιο ψαράκι από τους γονείς τους για να μπορέσουν να χορτάσουν την πείνα τους.

Είχε ακούσει τελευταία πως κάποιος έψαχνε τον ιδιοκτήτη της βίλας, άραγε ποιος είχε ενδιαφερθεί να την αγοράσει, από που είχε έρθει.

Σε εκείνο το σημείο τόσο όμορφο αλλά ερημικό, σίγουρα κάποιος θα βρισκόταν να αγαπήσει τον τόπο αυτό για τα πολλά καλά που μπορούσε να προσφέρει.

Η πιο εύκολη πρόσβαση μόνο με το μικρό βαρκάκι.

Μέσα από το δάσος, ο δρόμος δύσκολος και μακρινός, το μονοπάτι ίσα που φαινόταν, δεν υπήρχαν πολλοί να το περπατήσουν και η φύση το έσβηνε σιγά σιγά.

Η αποζημίωση όμως όλης αυτής της ταλαιπωρίας ήταν να ακούς το τραγούδι των πουλιών και να χάνεσαι μέσα στο πράσινο και στην αλμύρα της θάλασσας.

—-ο Αλεξ θα αγοράσει την βίλα—–

Της φάνηκε σαν να της μιλούσε η θάλασσα και το κύμα να την ρωτάει αν θέλει κάτι να της φέρει από τα βαθιά.

εκείνη ήθελε να φωνάξει δυνατα να της φέρει πίσω την ζωή της, τα χρόνια που ήταν μακριά από τον αγαπημένο της, αλλά δεν τολμούσε να μιλήσει να πει οτιδήποτε, άλλωστε τις απαντήσεις που αναζητούσε δεν θα τις έπαιρνε ποτέ.

Ήταν αδύνατον να γίνουν θαύματα.

Πως θα προχωρούσε, πως θα ήταν η ζωή της από εδώ και πέρα, ένα μπλεγμένο καλά κουβάρι, η άκρη του δεν θα βρισκόταν ποτέ από κανέναν και εκείνη είχε χάσει την άκρη του.

Από που να ξεκινήσει, καλύτερα να άφηνε τα πράγματα να κυλήσουν όπως ήταν.

Βρέθηκε αντιμέτωπη με τη απώλεια ενός φίλου και ενός μεγάλου έρωτα από παλιά.

Όλα χάθηκαν ξαφνικά σκοτείνιασαν έπρεπε ο φίλος να σωθεί, να μείνει κοντά του, να μπορέσει να ανακτήσει τις δυνάμεις του, το ενδιαφέρον του για την ζωή, όλες οι ενέργειες που είχε κάνει να του δώσουν αυτό που άξιζε.

Την αποζημίωση της δόξας που αναζητούσε μέσα από την έρευνα, είχε δώσει όλη του την ζωή για αυτό, η ψυχή των ανακαλύψεων να του δώσει δύναμη για όσο καιρό ήταν σ’ αυτήν την κατάσταση να προχωρήσει σε μια άλλη έρευνα και να φέρει στο φως όλα τα μυστικά του καλά κρυμμένου στα βάθη της θάλασσας του μυστικού νησιού.

Ξαφνικά η μοίρα της έπαιξε ένα διαφορετικό παιχνίδι.

Βρέθηκε αντιμέτωπη με κάποιον που τόσα χρόνια ήταν η σκιά της ψυχής της, συντροφιά στα όνειρά της κάθε βράδυ.

Να τι είχε κάνει στην ζωή της, ζουσε με παραισθήσεις και ψέματα και ξαφνικά της δίνεται η ευκαιρία να ζήσει στην πραγματικότητα και αυτή κρύβεται.

Ονειρευόταν πως θα ήταν όλοι μαζί, ξαφνικά ο άγνωστος απέναντι της που χειρουργούσε τον φίλο της ήταν ο άντρας που είχε βγει από το όνειρο της.

Πόσο λάθος πόσο ψέμα της είχαν στείλει τα όνειρά της.

Ποια ήταν η αλήθεια, θα την έβρισκε ποτέ, θα προχωρούσε στην πραγματοποίηση των ονείρων της ή θα έμενε εκεί να τα κοιτάζει να φεύγουν.

Περπατούσε πλάι στην αγαπημένη της θάλασσα, ο ήλιος είχε στείλει τις ακτίνες του και την είχαν στολίσει με χιλιάδες ηλιαχτίδες που είχαν μετατραπεί στην επιφάνεια της σε αστεράκια, ταξίδευαν με το κύμα, ήξεραν και ήθελαν να την στολίσουν να την κάνουν ακόμη πιο όμορφη, πλανεύτρα ομορφιά που φέρνει κάθε όνειρο μπροστά σου να σε τρομάξει στην αλήθεια του.

Ο γλάρος της την ξύπνησε ξαφνικά από τις σκέψεις της.

Θαρρείς πως ειχε εισβάλλει εκείνη την στιγμή να την φέρει πίσω στην πραγματικότητα.

Όχι δεν θα του έλεγε για το παιδί τους.

Δεν θα μάθαινε ο καλύτερος της φιλος της πως αυτός ο άντρας ήταν ο άντρας που είχε φέρει τόσο πόνο στη ζωή της.

Θα άφηνε τα πάντα όπως ήταν.

Τόσες σκέψεις, πόνος, όνειρα, τύψεις.

Να σου μπροστά σου το φάντασμα των αναμνήσεων, που βασάνιζαν το μυαλό την ψυχή. Πάντα στο αιώνιο καθήκον του να σώσει ζωές, μόνο την δική της δεν μπόρεσε να σώσει.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια