“Καταδικασμένοι Έρωτες ΙΙΙ”

“Ξέρεις κάτι Αλέξανδρε, όταν έχεις κάποιον στην ζωή σου να του το δείχνεις, να του το λές.

Δεν γυρίζουν ποτέ πίσω οι ψυχές.

Είναι αργά, η Δανάη έφυγε και μας άφησε κάτι πολύτιμο, την αγάπη της.

Δίπλα μας σε κάθε στιγμή.

Τι έκανα για αυτό;

Την άφησα μόνη της όλα αυτά τα χρόνια.

Δεν διαμαρτυρήθηκε στην μοναξιά της, έδινε την ψυχή της να μας δει ευτυχισμένους.

Την πίκρανα το ξέρω.

Κάθε φορά που έφευγα  και δεν γυρνούσα όπως της είχα υποσχεθεί.

Με περίμενε, με νοσταλγούσε και εγώ έτρεχα να προλάβω την ζωή.

Γιατί η ζωή μικρέ μου Αλέξανδρε δεν είναι τα υλικά που αποκτούμε ούτε η δόξα.

Είναι οι ψυχές που μας αγαπούν και δεν τις έχουμε κοντά μας.

Μακάρι να ήταν εδώ μαζί μας, να άλλαζα τα γεγονότα, τις στιγμές, να της έλεγα πόσο μου λείπει αυτή την στιγμή, πως την αγαπάω και μου είναι απαραίτητη στην ζωή μου.

Να την έβλεπα να χαμογελά ευτυχισμένη και όχι να κρύβει τους λυγμούς στην απουσία μου από την ζωή της.”

“Ξέρεις κάτι Δανάη, οι μεγάλοι έρωτες αυτοτιμωρούνται.

Δεν ξέρω γιατί δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν μαζί.

Πιάνονται από την μέση, για λίγο, έρχεται η ευτυχία.

Τα καρδιοχτύπια, η ψυχή αρχίζει να ζει, αισθάνεται το μεγαλείο της αγάπης.

Την έλξη της ψυχής του έρωτα.

Είναι σαν να συνομιλούν οι ψυχές και ψίθυρος δεν ακούγεται.”

“Το ξέρω Μυρτώ μου, το νιώθω, ο Άλεξ είναι τόσο μακριά και εγώ αισθάνομαι ότι είναι εδώ, να ανοίξει την πόρτα, να μπει μέσα, να τον δω, να φωτιστούν τα μάτια μου, η ψυχή μου.

Ποιο ήταν τελικά το παιδί της Ασπασίας.”

“Ο πρώτος που ήρθε και αγόρασε ετούτη την γη.

Η Ασπασία ήταν η άτυχη από την μοίρα, ούτε να ζήσει τον ερωτά της αλλά ούτε να μεγαλώσει το παιδί της.

Έζησε πολύ πόνο εδάφτη η οικογένεια.

Έφτιαχνε και έφευγε για χίλιους δυο λόγους.

Όπως τότε που ο Δάσκαλος πήρε τις τρεις θυγατέρες του και έφυγε στο νησί.

Ποιος ξέρει πραγματικά τι θα απέγιναν αν θα έμεναν εξαρχής στο μέρος αυτό.

Όλοι επέστρεφαν και όλοι έφευγαν.

Σαν να είναι μαγεμένο το μέρος να μην ευδοκιμεί η αγάπη.

Να τιμωρούνται τα ζευγάρια που αγαπιούνται.”

“Πες μου κάτι Μυρτώ, γιατί το απαγορευμένο είναι το πιο δυνατό συναίσθημα.

Γιατί γεννιόμαστε ψάχνοντας να βρούμε το μοναδικό, το ακατέργαστο διαμάντι της αγάπης που αφήνει το φως να μπει μέσα σου και να χρωματίσει τα συναισθήματα.

Να ξυπνήσει ο έρωτας στον πόθο να πραγματοποιήσει την αλήθεια στο πιο δυνατό στο μοναδικά σ΄αυτό που αναστατώνει την καρδιά και την ξυπνά από τον λήθαργο της καθημερινότητας δίνοντας την ένταση της κατάκτησης του απαγορευμένου.

Πες μου γιατί ανεβαίνοντας στην κορυφή και διεκδικώντας τον τίτλο της κατάκτησης της.

Μετά φεύγεις ψάχνοντας για κάποια άλλη κορυφή μεγαλύτερη.

Αυτή που θα σε κατρακυλήσει στα βράχια της, στις κοφτερές πέτρες της.

Θα καείς από τον ήλιο, στην γύμνια του τοπίου.

Θα παγώσεις την νύχτα στην απότομη κάθοδο των καιρικών συνθηκών.

Γιατί θέλουμε πάντα αυτή την δύσκολη κορυφή.

Ίσως να μην την βρούμε ποτέ, να μην την κατακτήσουμε, να κάνουμε ταξίδια σε μικρές ήρεμες κορυφές.

Μυρτώ πόθησα, ερωτεύτηκα και αγάπησα το απαγορευμένο και είναι η κορυφή που δεν μπόρεσε κανείς να κατακτήσει.

Μόνο κάποια ψυχή την έκανε δική του με δόλιο τρόπο.

Γιατί Μυρτώ, γιατί να πονώ, γιατί δεν τρέχουμε να ζήσουμε στης νύχτας την αποπλάνηση στου έρωτα την αγκαλιά.

Δεν θα γίνω ποτέ ευτυχισμένη, θέλησα το ακατόρθωτο.

Να αγαπήσω λάθος άντρα Μυρτώ μου.

Σ’ αυτό το φθινοπωρινό μελαγχολικό καιρό μόνο ευαίσθητα συναισθήματα ξυπνούν μέσα μου.

Τρέχουν να τον συναντήσουν, να φωλιάσουν στην ζεστή αγάπης αγκαλιάς του.

Να θυμηθούν τον έρωτα μας από την αρχή.

Μόνο όμορφες αναμνήσεις ξυπνούν μέσα μου και αγκαλιάζουν την ψυχή τρυφερά, γιατί απλά η αγάπη μου για αυτόν τον άντρα θα είναι αιώνια πηγή ομορφιάς της ψυχής μου.”

Οι δύο γυναίκες ακολουθούσαν τον διάδρομο, κατευθυνόμενες στο πέτρινο σπίτι.

Η Δανάη σκεπτική, μελαγχολική, προβληματισμένη……

απόσπασμα…….

G.V. – Γεωργία Βασιλοπούλου

www.mistikomonopati.gr

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια