Καταδικασμένοι Έρωτες – ΙΙ

Σκέφτηκε τον Άλεξ, θέλησε να του γράψει ένα μήνυμα, ίσως να μην το έστελνε ποτέ.

Σκίασε η στιγμή της.

“Ξέρεις τι σκέφτομαι;

Φοβάμαι ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και δεν θα είσαι εκεί.

Θα με έχεις ξεχάσει.

Θα έχεις φύγει μακριά σε μια άλλη αγκαλιά.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μου ανήκεις.

Κανένας δεν ανήκει σε κανέναν.

Η ψυχή ψάχνει να βρει το άλλο της μισό να ολοκληρωθεί.

Όταν το βρει μένει για πάντα εκεί ολοκληρωμένη να ακολουθεί τα όνειρά της πλάι στον αγαπημενο της.

Γιατί μια φορά συνδέονται οι ψυχές και ακολουθούν αιώνια το άλλο της μισό μέχρι να εξιλεωθούν να εξαφανιστούν.

Γεννιούνται και ξαναγεννιούνται, ψάχνοντας, βρισκοντας, απορίπτοντας.

Συναναστρέφονται με κόσμους που δεν ταιριάζουν.

Ψάχνουν να βρουν το διαφορετικό, ανακαλύπτοντας ανθρώπους με προσωπεία ψεύτικης ψυχής που την έχουν χάσει σε μια κόλαση σκληρών συναισθημάτων.

Πόσο σκληρή είναι η αγάπη στην εξαπάτηση της και πόσο αληθινή και διαφορετική στην ένωση της με την αλήθεια της.

Αφήνεται σαν τον άνεμο στο πρώτο καρδιοχτύπι της.

Ξεχωρίζει την ψυχή ψάχνοντας για τον έναν στην γη ολάκερη να γυρίσει να αναποδογυρίσει τον κόσμο, θα τον βρει.

Θα διαλέξει να γεννηθεί και να ξαναγεννηθεί μέχρι να τον βρει.

Τότε επιλέγει τον θάνατο παρά την αιωνιότητα, ζώντας την μοναδικότητα της στιγμής.

Σαν μια πεταλούδα, γεννιέται και πεθαίνει σε μια μέρα έχοντας γνωρίσει την ομορφιά όλων των λουλουδιών του κάμπου.

Δεν την νοιάζει και ας έχει φτερά να ταξιδέψει παραπέρα.

Στέκεται στα λουλούδια που διάλεξε και μένει μέχρι να βραδιάσει.

Κοιμάται στην αγκαλιά τους και χάνεται σαν τον όνειρο.

Μια μέρα διαρκεί η ολοκλήρωσή της, μια μέρα η ευτυχίας της.

Αρκεί που γίνεται ευτυχισμένη.

Στέκεσαι την θαυμάζεις, μια ομορφιά όμοια της δεν υπάρχει.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ αν θα ξυπνήσω ένα πρωί και  δεν θα είσαι εκεί για μένα.

Δεν θα με σκέφτεσαι.

Φοβάμαι την μοναξιά της ψυχής μου, να προχωρήσω μόνη.

Φοβάμαι γιατί θα είσαι κάπου εκεί στον απέραντο κόσμο και εγώ μια ξένη.

Φοβάμαι, θα το φωνάξω, είσαι η αλήθεια μου, η ανάσα της ψυχής μου.

Η ανατολή του ήλιου μου στο πρωινό ξύπνημα.

Φοβάμαι ότι θα μεταμορφωθεί ο κόσμος, θα γίνει άσχημος.

Θα μοιάζει σαν να έχει ζωντανέψει όλος ο μυθικός κόσμος τεράτων να σκορπίσουν την ασχήμια τους πάνω στην γη.

Να ξανακερδίσουν την θέση τους, εκεί που άνηκαν και έκαναν τον κόσμο να υποφέρει.

Απόσπασμα από το δεύτερο μέρος του βιβλίου “Καταδικασμένοι Έρωτες ΙΙ”

G.V. – Γεωργία Βασιλοπούλου – www.mistikomonopati.gr

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια