“Τι γυρεύεις εδώ, τι ψάχνεις;
Δεν σ’έχω ξαναδεί στα μέρη τα δικά μας.”
“Έχω έρθει από μακριά, εκεί που τα αστέρια λάμπουν στον ουρανό.
Στα πεφταστέρια κάνεις μια ευχή, όταν χαράζουν τον ουρανό σαν αστραπή στης νύχτας το σκοτάδι.
Στην Ανατολή ο ήλιος φωτοστέφανος, στο χρυσό άρμα του γεμίζει φως και στέλνει ηλιαχτίδες στις σκοτεινές σπηλιές.
Να ξυπνήσουν οι νεράιδες, να βγουν να λουστούν στο ποτάμι, να σκορπίσουν το φως τους στους κάμπους στις κοιλάδες τα βουνά.
Να κελαηδήσουν τα πουλιά.
Νεογέννητα και μικρά πλασματάκια του δάσους να αρχίσουν το τραγούδι.
Την μελωδία της φύσης να την πάρει ο αγέρας μακριά.
Μέχρι την θάλασσα να την ταξιδέψει.
Ως εδώ στην πόλη σου, να χαθεί μες στα στενά δρομάκια, ψάχνοντας τις μικρές ανύπαρκτες πλατειούλες να φέρει λίγο από την ομορφιά του δικού μου κόσμου.”
“Τόσο όμορφα μου περιγράφεις τον δικό σου κόσμο, γιατί έφυγες πες μου.”
“Κάποιος μίλησε για σένα.
Σ’ αναζήτησα παντού, στην αρχή φάνηκες μύθος.
Έψαξα βουνά, περπάτησα δίπλα σε ορμητικά ποτάμια.
Με παρέσυρε η δύναμή τους μακριά.
Κάποιοι με ξεγέλασαν μου είπαν πως δεν υπάρχεις.
Πάλι δεν πίστεψα.”
“Τι σου είπαν για μένα;”
“Μου είπαν πως έχεις στην καρδιά σου χρυσό, στα χέρια σου διαμάντια.
Στης γης τα πέρατα αστραπή, της τρυφερής αγάπης στην καρδιά σου.
Όποιος να σε γνωρίσει την συντροφιά σου ζητάει.
Χάθηκα στης πόλης τα στενά.
Είδα τα αγαπημένα μου ζωάκια να κοιμούνται στην παγωμένη πόλη.
Σκληρό και παγωμένο το σπιτάκι τους.
Είδα άχρωμες φιγούρες ανθρώπων να τρέχουν.
Δεν περίμεναν τον ήλιο να φωτίσει την μέρα.
Παιδιά στο σχολείο, χωρίς τραγούδι και χορό, χωρίς λουλούδια και δέντρα στην αυλή.
Δίχως χαμόγελο.
Έψαχνα εσένα, είσαι πιο δυνατός από μένα.
Στην τρυφερή σου την καρδιά, στα χέρια σου κρατάς το σημάδι μου.”
“Τι είναι αυτά που λες!
Ποιος μπορεί να δει τι κρύβω;”