Ένα αρχοντικό φάνταζε σαν παλάτι, ξεχασμένο μόνο του χρόνια.
Στο παλιό πιάνο, κλεισμένες οι νότες.
Έχασαν το ενδιαφέρον τους για την μουσική.
Αποκοιμήθηκαν πάνω στα πλήκτρα του σπάνιου, όμορφου πιάνου.
Ο ιδιοκτήτης ήταν μουσικός, είχε φύγει περιοδεία.
Ξέχασε να γυρίσει, οι νότες κουράστηκαν να τον περιμένουν.
“Πρέπει να βγούμε από εδώ.”
Ξύπνησε πρώτη η ντο.
Πετάχτηκαν όλες μαζί
“Που είμαστε;
Tόσο καιρό κρυμμένες στα πλήκτρα του πιάνου κάτι πρέπει να κάνουμε. “
“Χα, τώρα το θυμηθήκατε;
Eίναι που το φωνάζω τόσο καιρό και μου λέγατε να κάνω ησυχία.”
“Eσύ τι ψιθυρίζεις;”
“Tι σου φταίει και της φωνάζεις.”
“Κάνε πιο πέρα με πατάς.”
“Δεν το βλέπετε στριμοχτήκαμε όλες μαζί.”
“Ενοχλείτε, σταματήστε , αν φωνάζετε όλες μαζί δεν θα βρούμε καμμία άκρη.”
“Θόρυβος και παρατονία, τι γίνεται με σας, ξυπνήσατε και έχετε όρεξη;”
“Πατάτε πάνω στα πλήκτρα και μας έχετε ζαλίσει.
Δεν έχετε αυτιά να ακούσετε τι κάνετε;
Θα μας πάρει χαμπάρι όλη η γειτονιά.”
“Που ξεφύτρωσες εσύ και ποια είσαι;”
“Είμαι η μαγεία της μουσικής, αυτή που ταξιδεύει τους ανθρώπους και τους κάνει ευτυχισμένους.”
“Τι θέλεις λοιπόν από μας;”
“Συγκεντρωθείτε θα έρθει η έμπνευση σε λίγο, όλες μαζί θα γράψουμε το πιο ωραίο τραγούδι.
Και αν θέλετε όχι ένα αλλά πολλά.”
“Πολλά!”
Είπαν όλες με μια μουσική φωνή και ακούστηκε τόσο όμορφη η μελωδία.
“Η έμπνευση είναι εδώ ακούστε την.”