Το Δικό Μου Μεγάλο Πάσχα

Πως να ξεχάσω εκείνο το Πάσχα θέλαμε να σουβλίσουμε.

Ανοίξαμε έναν λάκκο με το ξυνάρι.

Περάσαμε ένα μακρύ ίσιο ξύλο για σούβλα.

Αχ Θεέ μου!

Όταν έσπασε το ξύλο, ίσα που βάλαμε το αρνί στο τσίγκο να μην πέσει στα κάρβουνα και γεμίσει στάχτες.

Τι μέρα και αυτή.

Είχαν έρθει όλοι από την Πρωτεύουσα.”

“Το απόγευμα στην Αγάπη.

Βάλαμε και τα καλά μας – και να όλοι μπροστά στην εκκλησία.

Στο περίχωρο μαζευτήκαμε όλα τα παιδιά.”

“Τι όμορφα που ήταν όλα!”

“Πάσχα Κυρίου Πάσχα ” αδελφή μου!”

“Στο Δικό μας χωριό!”

Αναμνήσεις:

Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω.

Τρέχει!

Τον περικυκλώνουν οι αναμνήσεις!

Παγώνουν της στιγμής τα συναισθήματα.

Η όμορφη μου θεία, “από την πόλη”.

Πόσο σημαντική είσαι, πόσο άγγιξες τις παιδικές μας ψυχές.

“Πες μου σε παρακαλώ, πες μου.

Κάτι που κάνατε μικρά, κάτι που δεν γίνεται πια.

Πες μου.”

“Σαν τώρα το χθες, έρχεται και σμίγει με το σήμερα.

Αρχή Σαρακοστής, παιδί και εγώ.

Θυμάμαι οι γυναίκες του χωριού, η μάνα μου, η γιαγιά μου.

“Έπαιρναν ένα λεπτό σχοινάκι, σαν σπάγγο.

Κερί από τις μέλισσες

Από δύο κλαράκια ενός δέντρου, έδεναν τις άκρες του.

Το τέντωναν.

Άλοιφαν το σχοινάκι με το κερί.

Το στέγνωναν τόσο όσο να μπορέσουν να το τυλίξουν σε μικρό κουβαράκι.

Η άκρη του ήταν σαν ένα μικρό φυτιλάκι.

Το έκαιγαν σαράντα μέρες στην εκκλησιά, μέχρι την Μεγάλη Παρασκευή.

Ότι έμενε άκαφτο, κάθε Ψυχοσάββατο το έκαιγαν για τις ψυχές.

Ήταν η λαμπάδα τους.

Το φαναράκι τους.

Το λυχναράκι τους.

Με χαρτί, ένα κομμάτι σπάγγο και κερί από τις μέλισσες έφτιαχναν το Αγιοκέρι.

“Φέγγει το Αγιοκέρι , – Όπου κρατούν οι χριστιανοί, – Στο χέρι.”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια