Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά ακατάστατα καθώς εφάνει μες στην πυκνή βλάστηση της πλαγιάς καλά κρυμμένο το πρώτο σπίτι.
“Να αυτό είναι του κυρ Στέλιου, να φάνηκε και του κυρ Σωτήρη.”
“Μα τι έχεις; Κάνεις σαν μωρό παιδί.”
“Δεν έχεις άδικο, σαν χθες δεν ήταν που μ’ αποχαιρετούσες.
Θυμάσαι Πάσχα ήταν θαρρώ, η μάνα μας, μας είχε αφήσει πίσω.
Να ασπρίσουμε τις αυλές, τις μάντρες, τα σκαλοπάτια.
Ως και τους δρόμους!”
“Θυμάσαι αδελφή μου, βάζαμε τον ασβέστη στον ντενεκέ με λίγο νερό, το ανακατεύαμε μ΄ένα ξύλο και ασπρίζαμε με μια βούρτσα τα πάντα.”
“Ως και τα λουλούδια!”
“Αυτή η μωβ πασχαλιά πάντα πρώτη ανθισμένη, ευώδιαζε άνοιξης αρώματα.
Με το άσπρο και το μωβ όλες οι αυλές των σπιτιών στολισμένες μοσχοβολούσαν.
Αμέτρητες οι επισκέψεις από τις μέλισσες, λογιών λογιών χρωμάτων και σχημάτων οι πεταλούδες.”
“Οι βιολέτες, τα κρινάκια, τα ζουμπούλια.”
“Τα αρώματα από τα τριαντάφυλλα σκορπούσαν μια λεπτή ευωδιά στην φύση.”
“Γιατί η λευκή πασχαλιά.
Μαζί με την μωβ.
Το προμήνυμα του Πάσχα .
Πως κατάφερναν ν’ ανθίζουν στις Άγιες Μέρες της Ανάστασης του Κυρίου.
Αρχές του Απρίλη ανθισμένες.
Αρχές Μάη ανθισμένες.
Τι θαύμα και αυτό.
Ανάσταση της φύσης ταυτόχρονα με το Θείο Θαύμα.
Ακολουθούσαν το Πάσχα και τα λουλούδια στους αγρούς.
Οι κατακόκκινες παπαρούνες απλώνονταν στους κάμπους και τα βουνά.
Παρέα και οι λευκές μαργαρίτες τα κρινάκια.
Υποδεχόταν όλη η φύση την άνοιξη.
Θαύμα Κυρίου Θαύμα!”
“Τα απογεύματα της Μεγάλης Εβδομάδας μαζευόμασταν στης κυράς Μαριγώς.”
“Μας έπαιρναν από το χέρι, ούτε παιχνίδι στους δρόμους δεν μας άφηναν.
Καθαρίζαμε τις – μόνιμες κατοικίες των παππούδων.”
“Και μετά κάναμε τον σταυρό μας και μπαίναμε στην εκκλησιά!”
“Ανάβαμε τα καντηλάκια μπρος στις εικόνες του Ιερού.”
“Οι γυναίκες περνούσαν μία-μία τις βιολέτες, τα γαρύφαλλα, τα κρίνα, με την βελόνα στην κλωστή.
Μοσχοβολούσε ο Αγ-Γιάννης ο Θεολόγος.
Στο στολισμένο επιτάφιο μας έβαζαν μικρά παιδάκια τότε και περνούσαμε σταυρωτά κάτω από τον μυρωμένο Τάφο Του Κυρίου.
Όλο το χωριό και εμείς μαζί.
Καθαρίζαμε τα πάντα, βάζαμε λουλούδια φρέσκα στα βάζα.