Μεγάλη Παρασκευή ήταν σαν να γιόρταζαν και οι νεκροί τον ερχομό της Ανάστασης.
Η εικόνα της Παναγίας, στο εικονοστάσι μπροστά δάκρυζε θαρρούσες.
Την κοιτούσα σαν να της έλεγα:
“Θα φέρει την Ανάσταση σ ‘ όλον τον κόσμο!
Ανάσταση έφερε ο Μοναχογιός σου, δες γύρω το Έργο Του.
Η φύση Ανασταίνεται στην Ανάσταση Του.”
“Τα κεριά στα μανουάλια έλιωναν πολλά μαζί.
Έσκυβαν το κεφαλάκι τους και προσκυνούσαν στο Θείο Θαύμα.
Το λιβάνι μεθούσε στο θυμιατό και σκορπούσε συννεφάκια Αγγέλων.”
“Και αργότερα στην αυλή της εκκλησιάς τα καντηλάκια φώτιζαν στο κοιμητήριο.
Οι πασχαλιές έστελναν υπέροχες ευωδιές.
Τα νυχτοπούλια το έλεγαν και τα βατράχια τραγουδούσαν στο δικό τους σκοπό!”
“‘Οι πυγολαμπίδες στήναν χορό παρέες-παρέες.”
“Μάζωξη σωστή.”
“Κόσμος τότε στο χωριό.”
“Αυγοκούλουρα, ουζοκούλουρα, γλυκά.
Μοσχοβολούσαν όλα.
Φύση και νοικοκυριά.”
“Τι κλάμα έκανες για το αρνάκι σου σαν ήρθαν να το πάρουν.
Εκείνο το Πάσχα δεν έφαγες.”
“Και ο σκύλος μου, έκαναν παρέα με το αρνάκι σου θυμάσαι.
Δεν ακούμπησε τίποτα.”
“Ήταν το αγαπημένο μου.
Μας ακολουθούσε όπου και αν πηγαίναμε.
Ακόμη και στο σχολείο.”
“Πόσα παιχνίδια κάναμε μαζί του.
Όλα τα παιδιά στο προαύλιο.
Τι αθώα που ήμασταν.”
“Γιατί τώρα τι άλλαξε
Ίδιες είμαστε.
Όπως τότε.
Η αθωότητα της ψυχής μας.
Δεν αλλάξαμε μέσα μας και αυτό μ’ αρέσει με εμάς.
Παιδιά μείναμε και ας μεγαλώσαμε.”
“Ψυχή παιδιών αγγέλων, αθώα, αληθινή, μυρωμένη με αγάπη!
Ποτέ δεν μετάνιωσα γι’ αυτό, μόνο ευτυχία μου δίνει το παιδί που κρύβουμε.”
Χαμογέλασε στην θύμηση των παιδικών χρόνων η κυρά Αριάδνη.
“Μαζί με την Ανάσταση είχε έρθει και η άνοιξη στο χωριό.”
“Θρούμπες για τις γαρδούμπες.
Κόκκινα αυγά.
Τσουρέκια.