“Η μαγική βελόνα”

Κοίταξα στο τζάμι δεν ήταν δυνατόν ο παππούς μου φορούσε το φθαρμένο καπέλο ή μάλλον εγω.
“Μα τι κάνω εδώ” ήθελα να φωνάξω, μα ένα χέρι με σταμάτησε.
Η οικογένειά μου στο πλοίο.
Αγκάλιασα τον πατέρα μου, την μητέρα μου τον αδελφό μου.
“Κράτησε μου το χέρι.” Είπε ο παππούς.
Τον κοίταξα και έβγαλα το καπέλο.
Με κρατούσε τώρα ήμουν εγώ μαζί τους να κλαίω απαρηγόρητα.
Είχα ότι αγαπούσα κοντά μου, δίπλα μου.
Έτρεχα με τον αδελφό μου πάνω στο πλοίο.
Τόσος κόσμος μαζί μας, κανείς δεν μας ενοχλούσε.
΄Ολοι είχαν ένα χαρούμενο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.
Και αυτή η θάλασσα τόσο γαλήνια.
Πρέπει να φύγεις, θα σε περιμένουμε.
“Θέλω να μάθω, που βρίσκεστε.”
Μου έδωσαν κάτι δικό τους.
Κάθε φορά που θέλεις να μας δεις θα ράβεις ότι είναι ξηλωμένο.
Θα παίρνεις την μορφή του ρούχου που θα διορθώνεις και θα είσαι κοντά μας.
Ήταν σχεδόν χαράματα όταν ξύπνησα.
Η γιαγιά μου ήταν ακίνητη, στην ίδια θέση που την είχα αφήσει.
Δεν θέλησε να ξυπνήσει.
“Τώρα τι κάνω;” αναρωτήθηκα.
Έβαλα στην θέση τους το κουτί και το καπέλο του καπετάνιου παππού μου.
Στο επόμενο ταξίδι που μου χάρισε η μαγική βελόνα συνάντησα και την γιαγιά μου.
΄Ηξερα πως έπρεπε να συνεχίσω μόνη μου.
Με ένα γλυκό φιλί αποχαιρέτησα την γιαγιά μου για πάντα, έμεινα μονάχη.
Είχα μάθει να στέκομαι σαν βράχος όταν το χτυπάει το κύμα της θάλασσας.
Σκληρός και δυνατός, οι ιστορίες της θάλασσας μου έδιναν δύναμη.
Αργότερα ανακάλυψα ότι τα φαντάσματα του παρελθόντος ήμουν εγώ!!!
Τα ζωντανεύα με την μαγική μου βελόνα
Τις νύχτες τις περνούσα με την οικογένειά μου.
Όλοι δίπλα μου και ας είχαν ταξιδέψει σε κάποιο άγνωστο μέρος για μένα.
Το μαγαζάκι μου γέμισε κόσμο
Απέκτησε καλή φήμη.
Ο παππούς μου ο καπετάνιος μπορούσε να μου φέρει τα πιο ωραία υφάσματα και σχέδια
Με την μαγική βελόνα ζωντάνευα κάθε ιστορία τους.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια