“Η μαγική βελόνα”

Τους πήρε η θάλασσα τους μάγεψε με την ομορφιά της.
Με το γαλάζιο του ουρανού να καθρεφτίζεται στα σπλάχνα της.
Με τα χρώματα του ήλιου να τις αλλάζει διαθέσεις .
Με τον άνεμο να ταξιδεύεις σε λιμάνια και στεριές άγνωστες.
Το κύμα να σιγοτραγουδά σκοπούς όμορφους, άγνωστους, να παρασύρουν την ψυχή σε ταξίδια μυστηρίου.
Ένα πρωί ξύπνησα από ένα δάκρυ, μια γλυκιά ζεστή φωνή γεμάτη από αγάπη, ένα τρυφερό χάδι.
“Θα φύγουμε, θα πάμε να ζήσουμε στο σπίτι της πόλης.”
Ήμουν μικρή δεν είχα καταλάβει τι είχε γίνει.
Ξέρω μόνο ότι δεν ξαναγύρισε ποτέ κανείς.
Έμεινα με την γιαγιά μου στο σπίτι της πόλης, αυτή να ράβει και εγώ να της κρατώ συντροφιά.
Σύντομα έμαθα την δουλειά και άρχισα να την βοηθάω.
Δεν μιλούσα μόνο την κοιτούσα.
“Έχασες και την φωνή σου.” Μου είπε κάποια στιγμή.
Το χάδι της και η αγάπη της με μεγάλωναν.
Το μεγάλο μυστικό της το είχε καλά φυλαγμένο.
Ξυπνούσα τις νύχτες και την έψαχνα.
Έψαχνα τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Έβλεπα μορφές να κινούνται στο σπίτι αγαπημένων προσώπων.
Αναζητούσα την φιγούρα της γιαγιάς μου.
Δεν μιλούσα μόνο παρακολουθούσα, δεν ήθελα να πω τίποτα σε κανέναν ήμουν ευγνώμων που είχα την γιαγιά δίπλα μου.
Εκείνο το βράδυ ήταν πολύ κουρασμένη, αποκοιμήθηκε νωρίς, στον ύπνο της την άκουγα να παραμιλάει να λέει κάτι για την θάλασσα.
Μιλούσε στην οικογένειά μας, στον πατέρα μου, στον αδελφό μου, μάλωνε τον παππού μου.
Καπετάνιος από τους λίγους, ταξίδευε όλη του την ζωή.
Εκείνη την φορά τους πήρε μαζί του για πάντα.
Άνοιξα προσεκτικά το ντουλάπι, το κουτί ήταν φυλαγμένο πολύ καλά.
Να τι κρύβει, μια βελόνα.
Την πήρα στα χέρια, δίπλα το καπέλο του καπετάνιου παππού μου.
Μια βελόνα και ένα καπέλο τι γύρευαν κρυμμένα τόσο καλά.
Ποιος θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για ένα φθαρμένο καπέλο και μια βελόνα!
Έκανα να το διορθώσω, μα η κλωστή δεν έφτανε.
Φόρεσα το καπέλο του παππού μου, ήθελα να θυμηθώ την αύρα της θάλασσας, τα ταξίδια που μου περιέγραφε όταν γυρνούσε στο σπίτι.
Μα τι συμβαίνει!
Ήμουν στο πλοίο και ταξίδευα σε κάποιο νησί.
Η οικογένειά μου και εγώ, παράξενη η μορφή μου οι σκέψεις μου.
Κοίταξα στο τζάμι δεν ήταν δυνατόν ο παππούς μου φορούσε το φθαρμένο καπέλο ή μάλλον εγω.
“Μα τι κάνω εδώ” ήθελα να φωνάξω, μα ένα χέρι με σταμάτησε.
Η οικογένειά μου στο πλοίο.
Αγκάλιασα τον πατέρα μου, την μητέρα μου τον αδελφό μου.
“Κράτησε μου το χέρι.” Είπε ο παππούς.
Τον κοίταξα και έβγαλα το καπέλο.
Με κρατούσε τώρα ήμουν εγώ μαζί τους να κλαίω απαρηγόρητα.
Είχα ότι αγαπούσα κοντά μου, δίπλα μου.
Έτρεχα με τον αδελφό μου πάνω στο πλοίο.
Τόσος κόσμος μαζί μας, κανείς δεν μας ενοχλούσε.
΄Ολοι είχαν ένα χαρούμενο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.
Και αυτή η θάλασσα τόσο γαλήνια.
Πρέπει να φύγεις, θα σε περιμένουμε.
“Θέλω να μάθω, που βρίσκεστε.”
Μου έδωσαν κάτι δικό τους.
Κάθε φορά που θέλεις να μας δεις θα ράβεις ότι είναι ξηλωμένο.
Θα παίρνεις την μορφή του ρούχου που θα διορθώνεις και θα είσαι κοντά μας.
Ήταν σχεδόν χαράματα όταν ξύπνησα.
Η γιαγιά μου ήταν ακίνητη, στην ίδια θέση που την είχα αφήσει.
Δεν θέλησε να ξυπνήσει.
“Τώρα τι κάνω;” αναρωτήθηκα.
Έβαλα στην θέση τους το κουτί και το καπέλο του καπετάνιου παππού μου.
Στο επόμενο ταξίδι που μου χάρισε η μαγική βελόνα συνάντησα και την γιαγιά μου.
΄Ηξερα πως έπρεπε να συνεχίσω μόνη μου.
Με ένα γλυκό φιλί αποχαιρέτησα την γιαγιά μου για πάντα, έμεινα μονάχη.
Είχα μάθει να στέκομαι σαν βράχος όταν το χτυπάει το κύμα της θάλασσας.
Σκληρός και δυνατός, οι ιστορίες της θάλασσας μου έδιναν δύναμη.
Αργότερα ανακάλυψα ότι τα φαντάσματα του παρελθόντος ήμουν εγώ!!!
Τα ζωντανεύα με την μαγική μου βελόνα
Τις νύχτες τις περνούσα με την οικογένειά μου.
Όλοι δίπλα μου και ας είχαν ταξιδέψει σε κάποιο άγνωστο μέρος για μένα.
Το μαγαζάκι μου γέμισε κόσμο
Απέκτησε καλή φήμη.
Ο παππούς μου ο καπετάνιος μπορούσε να μου φέρει τα πιο ωραία υφάσματα και σχέδια
Με την μαγική βελόνα ζωντάνευα κάθε ιστορία τους.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια