Οι Λευκοί Άγγελοι

Γεννήθηκα με τις νεράιδες.

Ταξίδεψα με τα πουλιά.

Στην αγκαλιά της φύσης κοιμήθηκα.

Σε άγριες νύχτες ξενύχτισα.

Τα αερικά εμπιστεύτηκα.

Τους ανθρώπους φοβήθηκα.

Πέταξε η ψυχή μου.

Σε παραμύθια, μύθους, ιστορίες.

Στα σύννεφα ήταν το σπίτι μου.

Στην πρώτη ηλιαχτίδα ξύπνησα.

Γνώρισα το άγγιγμα της φύσης.

Τα χρώματα του δειλινού.

Άκουσα τα μυστικά της νύχτας.

Μα όσο και αν ονειρεύτηκα.

Όσο και αν προσευχήθηκα.

Ότι αγάπησα χάθηκε.

Ότι αγαπώ μένει στην ψυχή μου.

“Φύγε μακριά μου με καίς.”

Σαν ανέβεις στην ψηλότερη βουνοκορφή και αγναντέψεις την γη από ψηλά.

Δεις, αναρωτηθείς, ποια είναι η ομορφιά τούτου του κόσμου.

“Παπού θα μου πεις για τις νεράιδες τις θάλασσα τα δάση.”

Ένα χαμόγελο στα γερασμένα χείλη σχηματίστηκε, ένα γλυκό χαμόγελο χαράς, ευτυχίας αναμνήσεων.

Διέκρινα μια πίκρα συνάμα και μια γλυκά.

Ήταν ο πιο γλυκός παπούς του κόσμου

Είχε ζήσει πολέμους, φτώχια, δυστυχία.

Δεν λύγισε άντεξε όλες τις αντιξοότητες.

Σαν ένας βράχος που το χτυπάει το κύμα, ο άνεμος, η θάλασσα.

Κάτω από την κληματαριά στεκόταν και περιμένε.

“Τι περιμένεις παππού;” Τον ρωτούσα.

Δεν μιλούσε και όμως ήξερα.

“Πέρασαν πολλά χρόνια.

Έζησα πολύ.” Μου είχε πει.

Κρύφτηκα και έκλαψα.

Έκλαψα για την ζωή.

Ήθελε να φύγει μακριά μου.

Μα αυτή είναι η ζωή, ένας κύκλος.

Περπατάς κάνεις όνειρα, τρέχεις να τα συναντήσεις και φτάνεις στο τέλος του.

Να κλείσει ο κύκλος να ολοκληρωθεί.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια