Το σύννεφο που αδυνάτιζε.

Το σύννεφο κατέβηκε μέχρι την ρεματιά, υπήρχε ένας καταρράκτης .
Το νερό έπεφτε από ψηλά και το βάθος στην μικρή λίμνη που είχε σχηματιστεί μεγάλωνε με τα χρόνια.
Σε στιγμές μεσημεριού τύχαινε να περάσουν τις πυκνές φυλλωσιές κάποιες ηλιαχτίδες.
Στις πρώτες βροχές του φθινοπώρου και καθ’ όλη την διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης, το νερό έπεφτε ορμητικά από ψηλά.
Οι ηλιαχτίδες το στόλιζαν με τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Εκεί γεννήθηκε και το μικρό μας σύννεφο.
Μετά από μια μεγάλη καταιγίδα.

Το σύννεφο αισθάνθηκε μόνο του και πληγωμένο.
Το είχαν εγκαταλείψει τα μεγάλα γκρίζα σύννεφα, βαριά και γεμάτα νερό ανέβηκαν ψηλά στον γαλάζιο ουρανό.
Ταξίδευαν όλα μαζί να φέρουν την βροχή.

Ήθελε να δακρύσει, ένιωθε μοναξιά, αλλά κάθε φορά που δάκρυζε ένιωθε αδύναμο.
Στην καρδιά του είχε φυλακίσει λίγο από τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Έτυχε κάποια στιγμή να αγγίξει την άκρη του και τα έκρυψε στην καρδιά του.
Ένιωσε τόσο όμορφο.
Το ουράνιο τόξο ήθελε να το βλέπει ευτυχισμένο.
Πέρασε από μέσα του και το σύννεφο έγινε πολύχρωμο.

Είχαν φυτρώσει πολλές μικρές καλαμιές, φτέρες, βούρλα, σπάρτα και πολλών ειδών φυτών στην άκρη της ρεματιάς.
Έβρισκαν καταφύγιο μικρά ζωάκια της περιοχής, αναζητούσαν λίγη δροσιά.
“Ας κατέβω λίγο χαμηλά στον καταρράκτη, να γεμίσω με νερό.” σκέφτηκε το μικρό σύννεφο.
“Μπορεί να γίνω μεγάλο και γκρίζο, να ταξιδέψω μέχρι την θάλασσα μαζί με τα άλλα σύννεφα.
Το όνειρο μου να βγει αληθινό!”
Ήθελε να γίνει σαν τα μεγάλα σύννεφα να μεγαλώσει, να παίζει με τους κεραυνούς και τις βροντές.
Αισθανόταν όμορφα όταν έμπλεκε μαζί με τα μεγάλα γκρι σύννεφα.
Αυτά όμως ταξίδευαν μακριά πέρα από τον ορίζοντα.
Ήταν μικρό, λευκό, αδύναμο να ταξιδέψει μαζί τους.
Έπρεπε να γεμίσει νερό, να μεγαλώσει.
Αλλά πώς, δεν τα είχε καταφέρει.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια