Τα μαγουλάκια της είχαν γίνει κατακόκκινα.
Ένα αλώνι γεμάτο σταφύλια δίπλα στο αμπέλι.
“Που βρισκόμαστε;” ρώτησε η Σεμέλη.
“Έχει σημασία, δες ένα αμπέλι, παίρνουν τα σταφύλια να τα κάνουν κρασί.
Δίπλα πρόχειρο φτιαγμένο ένα λινό (πατητήρι), ρίχνουν τα σταφύλια, τα πατάν, τα λιώνουν να γίνουν χυμός, ο μούστος, να το βάλουν στο βαγένι να γίνει το υπέροχο νέκταρ θεών και ανθρώπων, το κρασί.
Σεμέλη που είσαι;”
Είναι κορίτσι νεράιδας, περπατούσε ανάμεσα σε αγριολούλουδα, κυκλάμινα ροζ του φθινοπώρου και το πράσινο γρασίδι μαλακό χαλί στα ποδαράκια της.
“Μα τι κάνεις;” την ρώτησε ο Σεπτέμβρης
Κρατούσε στις χουφτίτσες της δύο όμορφα λευκά περιστεράκια.
Την κοίταξε, το πρόσωπό της είχε αλλάξει.
“Θα τα πάρουμε μαζί μας.” του είπε.