Σαν την βροχή που πέφτει στην γη, που εισχωρεί σε κάθε χαραμάδα, σε κάθε δρομάκι, σε ρυάκια, σε ποτάμια, να δροσίσει, να φέρει νέα ζωή.
Η νεράιδα της νύχτας λάμπει στο σκοτάδι, παίρνει φως από την σελήνη, ερωτεύεται και αγαπάει, θα ταξιδέψει στο φως της μέρας γιατί έτσι θέλησαν να φέρει την αγάπη, τον έρωτα, την ζωή.
Την πίστη στους ανθρώπους.
Να νιώθουν όταν συνομιλούν με τα συναισθήματα τους.
Θα συναντήσει δυσκολίες, ξέρει να μάχεται.
Θα ζητήσει την βοήθεια της νύχτας και θα την έχει.
Γιατί η νεράιδα της νύχτας μόνο καλό μπορεί να φέρει.
Ξέρετε γιατί;
Γιατί την νύχτα δεν είναι μόνο η σελήνη στον ουρανό, τα άστρα που λάμπουν.
Υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά της, μόνο η νεράιδα της μπορεί να αναμετρηθεί μαζί της και να νικήσει.
Έβαλαν όμως έναν όρο.
Να μην ερωτευτεί γιατί αλίμονο.
Η ψυχή της θα ματώσει, θα πληγωθεί.
Το λάθος δεν άργησε να συμβεί.
Αγάπησε, ερωτεύτηκε με το πρωτοείδε τον άντρα με την υπέροχη ψυχή.
Θα αντιμετωπίσει το φως της μέρας.
Θα παλέψει για αυτόν.
Ίσως να γεννήθηκε ο ένας για τον άλλον.
Τα δάκρυα της γίνονται βροχή.
Του χάρισε τα πολύτιμα πετράδια να τον προφυλάξουν από κάθε σκοτεινό πνεύμα που θα ήθελε να εισβάλλει στην ζωή του.
Μέσα στο μαγικό της πετράδι έκρυψε την χάντρα που θα του έφερνε ηρεμία, γαλήνη, ευτυχία, αγάπη!
Η νεράιδα της νύχτας μόλις είδε τον αγαπημένο της, τον αγκάλιασε τόσο σφικτά που σταμάτησε η καρδιά της να χτυπά.
Αερικό, μόνο στο σκοτάδι μπορούσε να αγαπήσει να ερωτευτεί.
Στην ανατολή και στο φως του ήλιου όλα άλλαζαν.
Ο κόσμος γινόταν ψεύτικος, αφιλόξενος.
Στο σκοτάδι μπορούσε να ζήσει τον έρωτα της, αυτόν με τα υπέροχα μάτια και μια ψυχή διαφορετική, ανώτερη, που έκρυβε και αναζητούσε την αληθινή αγάπη.
Αγάπη που μόνο αυτή μπορούσε να του δώσει.
Ξημέρωσε συνέχιζε να βρέχει, τα σοκάκια, τα στενά της πόλης είχαν πλημμυρίσει.
Ο ουρανός μαύρος, γκρι, σκούρα σύννεφα τον σκέπαζαν.
Στο μικρό προαύλιο, τα λιγοστα δέντρα είχαν ρίξει τα φύλλα.
Η μικρή νεραϊδούλα έχασε τον δρόμο της.
Σαν ξημέρωνε επέστρεφε στο σκοτάδι, ήταν νεράιδα της νύχτας, ο ήλιος θα την έκαιγε, μόνο κάτω από το φως των αστεριών μπορούσε να ζήσει.
“Μα δεν είναι νύχτα, έχει ξημερώσει γιατί είμαι ακόμα εδώ, που βρίσκομαι;” αναρωτήθηκε.
Κοίταξε γύρω της, πρώτη φορά επισκεπτόταν το μέρος αυτό, ο ήλιος δεν θα έβγαινε.
Η βροχή δυνάμωνε, έκανε λιμνούλες καθώς έπεφτε με δύναμη στην αυλή, τα φτερά της είχαν μουσκέψει και βαρύνει.
“Κρυώνω, με ξέχασαν οι νεράιδες της νύχτας, τώρα τι θα απογίνω στην πόλη αυτή.” Σκέφτηκε.