Ο Βράχος και η Γοργόνα

Οι ηλιαχτίδες του σχημάτιζαν αστεράκια που έπαιζαν με το απαλό κύμα στην επιφάνεια της.

Στα καταγάλανα διάφανα νερά της φαινόταν ο βυθός της.

Θυμήθηκε το δικό της σκοτεινό βυθό.

Άνθρωπος δεν τον είδε ποτέ.

Το κύμα έβρεχε τα πόδια της και παρακαλούσε να αποκτήσει πάλι την ουρά της.

Η μοναξιά της μεγάλη.

“Θα έρθεις το βράδυ στην μεγάλη αγορά, θα ανάψουμε φωτιές και θα κάνουμε μεγάλη γιορτή.”

Γύρισε παραξενεμένη, δίπλα της περπατούσε ένας όμορφος νέος.

Τα καταγάλανα μάτια του ίδια η θάλασσα της.

“Δεν είσαι από εδώ, αλλά είναι σαν να σε ξέρω.”

Τον κοίταξε στα μάτια, του έκλεψε με το όμορφο βλέμμα της την καρδιά.

“Θάλασσά μου!!!!” του ψιθύρισε, μίλησε η καρδιά της.

Στο βλέμμα τους ταξίδεψε η αγάπη.

Τα μεγάλα πράσινα μάτια της τον μάγεψαν.

Λόγια άλλα δεν ειπώθηκαν, είχαν αιχμαλωτιστεί και οι δύο.

Μια περίεργη έλξη δημιουργήθηκε ανάμεσά τους.

Ο νεαρός ξεμάκρυνε, δίπλα της οι γλάροι έλεγαν τα δικά τους μυστικά, τραγουδούσαν.

Πετούσαν στον καταγάλανο ουρανό, έκαναν βουτιές στην θάλασσα, στο κύμα.

Ο ήλιος έβαψε την δύση κόκκινη και ο δρόμος του φεγγαριού ανοίχτηκε στην σκοτεινή θάλασσα.

Μπορούσε να βουτήξει για λίγο στα νερά, αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει στο βασίλειο του βυθού, χωρίς την ουρά της ήταν αδύνατο.

Στην σπηλιά την περίμεναν οι γοργόνες.

“Μην πας στην γιορτή, κοίταξε το φεγγάρι, κάποια γοργόνα θα χαθεί.

Σε παρακαλώ μείνε μαζί μας απόψε.”

“Θα μπω στον κόσμο των ανθρώπων, να μάθω τα μυστικά τους, την ζωή τους.”

“Η ανυπακοή τιμωρείτε.

Πρέπει να το θυμάσαι.

Να διαλέξεις σύντομα πριν περάσουν οι μέρες.”

Έφυγε δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια