Ο Βράχος και η Γοργόνα

“Θα σε περιμένουμε .“ Tης φώναξαν.

Στην μεγάλη αγορά στην μέση της πλατείας, είχαν ανάψει φωτιές.

Η θέα της φωτιάς την αναστάτωσε.

Ήθελε να φύγει.

“Χόρεψε μαζί μας.” Ο ίδιος νέος.

Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

“Ακολούθησε με.” Του έγνεψε.

Στάθηκαν στην σκοτεινή γωνιά, δίπλα στην θάλασσα.

Τον κοίταξε, στον ουρανό της νύχτας, στο φεγγάρι είδε το πεπρωμένο τους.

Πόνεσε η ψυχή της.

Τι μήνυμα της έστελνε η θάλασσά της;

Είχαν αιχμαλωτιστεί σε μια δυνατή αγάπη.

“Όταν το φεγγάρι γίνει κόκκινο και τα άστρα πέσουν στο βυθό.

Τότε θα αγαπήσεις θνητό.

Και αν η αγάπη μοιάζει με φωτιά, στις φλόγες της θα καείς.”

Θυμήθηκε τα λόγια της μάντισσας του βυθού.

Περπάτησαν για λίγο μαζί στο κύμα της θάλασσας.

Μιλούσαν μόνο οι καρδιές τους.

Το φεγγάρι μεσουρανούσε.

Έτρεξε στην σπηλιά να συναντήσει τις γοργόνες, δεν μπορούσε να αποκαλύψει τι είχε συμβεί.

Η ίδια ήξερε για το πεπρωμένο της, ήταν ανήσυχη.

Δεν είχε επιλογές, ο βυθός ήταν ο κόσμος της, αλλά και η ζωή της.

Ο νέος είχε κλέψει την καρδιά της, την ψυχή της.

Βρισκόταν σε δίλλειμα.

Το μεσημέρι της επόμενης έφεραν στην αυλή την στάμνα, ολόγυρα οι κοπέλες μαζί τους και η μικρή γοργόνα.

Έβγαλαν το κόκκινο πανί και ο μαντιναδολόγος βγάζοντας το κοχύλι από την στάμνα έλεγε μαντινάδες.

“Αναστάτωση στην καρδιά κάποιος θα χαθεί.”

“Μια αγάπη θα γίνει φωτιά θα κάψει την καρδιά.

Βράχος θα γίνει σκληρός .

Πέτρα στο κύμα, χάδι στα πόδια ο αφρός της θάλασσας.

Αντέχει τρικυμίες και γαλήνη.

Ακλόνητος περιμένει την αγαπημένη του.”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια