Ο καλοκάντζαρος στα Χριστούγεννα

Ο κυρ Αριστείδης του είχε σώσει την ζωή.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια και δεν φοβήθηκαν.
Το καλοκαντζαράκι είδε μια αγνότητα διαφορετική.
Πήρε την καλοσύνη του κυρ Αριστείδη.
΄Εμεινε στο παλιό πέτρινο λιοτρίβι εκείνη την χρονιά.
Κοιμόταν στο ταγάρι του, ένα χακί ταγάρι, φτιαγμένο από σκληρά στρατιωτικά ρούχα που ξέμειναν από τον πόλεμο, να του θυμίζουν τόσα πολλά.
Το κρεμούσε από τον ώμο του με τριχιά.
Κάθε χρόνο στο πέτρινο λιοτρίβι από ένα μυστικό μονοπάτι πίσω από το τζάκι το μικρό καλοκαντζαράκι, ήταν ο επισκέπτης των Χριστουγέννων.

Είχε μια δύναμη, επηρέαζε και τα άλλα καλικαντζάρακια, να σταματήσουν να κάνουν ζημιές και αναποδιές.

Δύσκολο όμως να σταματήσουν τις σκανδαλιές.
Τους άρεσε τόσο πολύ να πειράζουν και να τρομάζουν τους ανθρώπους.
Τους γαργαλούσαν τα πόδια.
Άδειαζαν τις ντουλάπες, τους έκρυβαν τα ρούχα.
Έδεναν ανάποδα τα κορδόνια στα παπούτσια, μπέρδευαν τα ζευγάρια.
Πέταγαν τα παπλώματα, τις κουβέρτες, τις κουρελούδες από το γιούκο.
Ανακάτευαν τα βιβλια στις βιβλιοθήκες του σχολείου.

Άνοιγαν τις πόρτες από το κοτέτσι να φύγουν οι κότες.
Έκλεβαν τα αυγά.
Τρομοκρατούσαν τα ζώα.
Έδεναν τις ουρές των μουλαριών, πείραζαν τα μικρά άλογα.

Ήταν επιεικείς με τους ανθρώπους εκείνου του χωριού γιατί είχαν σώσει το μικρό τους.
Έκαναν τις λιγότερες ζημιές και σκανδαλιές.

Έβρεξαν τα ξύλα που ήταν στο φούρνο, να μην ανάψει η φωτιά.
Τρύπησαν τα ταψιά να χυθεί το φαγητό στις στάχτες.
Άλλαξαν την ζάχαρη με το αλάτι και το αλεύρι.
Ανακατωσούρες, γκρίνια στα παιδιά.
Τα πείραζαν και τους έκρυβαν τα παιχνίδια.
Στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο έκρυψαν τα στολίδια και τα κεριά.

Πήγαν στο κατώι, έχυσαν το κρασί και το λάδι.
Ανακάτεψαν το αραποσίτι με το στάρι και το κριθάρι.
Το αλεύρι με το πίτουρο.

Εριξαν αραποστιτάλευρο στο σκαφίδι και ζύμωσαν μπομπότα.

Στο τελος πήγαν στο ποτάμι και έπιασαν καβούρια.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια