Ο καλοκάντζαρος στα Χριστούγεννα

Άναψαν το φούρνο και τα έριξαν στα κάρβουνα.
Όλη νύχτα τραγουδούσαν και χόρευαν.
“Τι όμορφος που είσαι κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα.”
Ανάστατο το χωριό, δεν μπορούσαν να τα στομπώσουν πουθενά. “

Κρύσταλλοι νερού σαν σταλαγμίτες φάνηκαν στο πρώτο φως του ήλιου.
Σαν διαμάντια κρέμονταν, από τις στέγες.

Τα ποδαράκια της μικρής είχαν παγώσει.
Ο παππούς την πήρε αγκαλιά την έβαλε να κοιμηθεί, στο μικρό κρεβατάκι δίπλα στο τζάκι.
Ζέστανε μια πλάκα πέτρας, την τύλιξε με κουρέλια, την έβαλε στα στρωσίδια να ζεσταθούν ποδαράκια της.
“Παππού μη φεύγεις μείνε σε παρακαλώ λιγάκι ακόμα. “
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της και αποκοιμήθηκε.
Ο παππούς κάθισε κοντά της δίπλα στο τζάκι.
Ήθελε να μείνει με την εγγονούλα του, πόσο την αγαπούσε!

Τα χρόνια πέρασαν και η μικρή Δανάη έγινε μια όμορφη δεσποινίς.
Ταξίδεψε σε μια άλλη άγνωστη πόλη.
Όποτε είχε χρόνο γυρνούσε πίσω στο μικρό χωριό, αναζητούσε την συντροφιά του παππού της.
Τώρα η καρέκλα του ήταν άδεια, το ταγάρι του κρεμασμένο στην αποθήκη από μια πρόκα.
Στην θέση του παλιού πέτρινου λιοτριβιού ένα μεγάλο οικόπεδο.
Λες και μεταφέρθηκαν όλα κάπου άλλου στο χρόνο.
Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

“Που είσαι μικρέ μου φίλε, σας έχασα, κοντεύουν Χριστούγεννα και όλα είναι άδεια χωρίς εσάς!”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια