Το κορίτσι που το έλεγαν Φαντασία…και ο κακός βεζύρης που την έκλεισε στο κάστρο.

Η Φαντασία φυλακισμένη στο πιο ψηλό πύργο του κάστρου ήταν θλιμμένη.
Οι μέρες περνούσαν και η φυλακή δυσβάσταχτη για κείνη.
Είχε χάσει την ελευθερία της που τόσο αγαπούσε και την έκανε χαρούμενη.
Μελαγχολούσε, ξέχασε να χαμογελά.
Τα φύλλα από τα δέντρα του δάσους άρχισαν να πέφτουν.
Τα χρώματα να εξαφανίζονται.
Ένα γκρι χρώμα απλώθηκε στα μέρη που ζούσε η Φαντασία.
Το χαμόγελο των ανθρώπων χάθηκε.
“Γρήγορα το Όνειρο, να βοηθήσει.”
Οι νεράιδες του δάσους είχαν μάθει ότι ήταν ο καλύτερος φίλος της Φαντασίας.
Έψαχναν το όνειρο.
Δύσκολο να το βρεις.
“Μπορεί να είναι παντού!!!” είπε μια νεράιδα.
“Εγώ θα το βρω, θα κοιμηθώ και θα ονειρευτώ.
Θα το συναντήσω και θα ζητήσω την βοήθειά του.”
Είπε η νεράιδα της νύχτας.

Κάπου μόνο του μελαγχολικό έψαχνε και αυτό τρόπο να ελευθερώσει την Φαντασία.
Το βρήκε σε κάποιο παιδικό όνειρο.

“Η Φαντασία έπρεπε να είναι παντού, να φέρει χαρά και δημιουργία στους ανθρώπους.”

Ο βεζίρης παρακολουθούσε από την μαγική του σφαίρα.
Έμαθε για το όνειρο και τις νεράιδες.
Ύψωσε τοίχο μαγικό, το Όνειρο να αιχμαλωτίσει.
Το είδε με το μονοκερο να ψάχνει την Φαντασία.
Μεταμορφώθηκε στην Φαντασία και άρχισε να τραγουδάει.
Πλανευτήκε ο μονόκερος και έπεσε στην παγίδα.
Το Όνειρο έπεσε από το άλογο.
Οι νεραιδες δεν μπόρεσαν να του δώσουν πίσω την ζωή.
Χάθηκε στο σκοτάδι.
Λυπήθηκαν τόσο πολύ, του χάρισαν την αθανασία .
Η Φαντασία έμαθε τον χαμό του αγαπημένου της, η θλίψη της μεγάλη.
Η καρδιά της έσπασε στα δυό και χάθηκε για πάντα.
Οι νεράιδες λυπήθηκαν για το άδικο χαμό των δύο παιδιών και τους χάρισαν ένα πολύτιμο δώρο.
Να ταξιδεύουν μαζί μέρα και νύχτα.
Να κατοικούν στις καρδιές των ανθρώπων.
Να τους κάνουν ευτυχισμένους.

Ο λευκός άγγελος πήρε τις όμορφες ψυχές της Φαντασίας και του Ονείρου.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια