Οι τέσσερις εποχές

Το κουδούνι του σχολείου ακούστηκε.
Τα παιδιά μαζεύτηκαν όλα μαζί, κάποιο από όλα στάθηκε μπροστά, δίπλα στους δασκάλους και είπε την προσευχή.

“Ουφ πάλι μάθημα.” Σκέφτηκε η Ελπίδα.
“Συνέχεια τελευταία Ελπίδα.” Της είπε ο δάσκαλος.

Ήξερε το κοριτσάκι από τόσο δα μικρούλα.
Γλυκιά, ήσυχη, χαμογελούσε και τα ματάκια της έλαμπαν.
Ένα κοριτσάκι που το αγαπούσε πολύ.
Το ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή, είχε κάτι το ιδιαίτερο το ξεχωριστό.
Αερικό, μικρή νεραιδούλα ή ίσως το ανύσηχο μυαλουδάκι της που ταξίδευε σε κάθε ιστορία του, σε κάθε διήγηση του.
Ταξίδευε σε ότι μπορούσε να ακούσει.
Ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, της άρεσαν τα παραμύθια.
Ξεχώριζες κάθε φορά την λάμψη της στο πρόσωπο της όταν ερχόταν η ώρα της ιστορίας ή της ανάγνωσης.
Πόσες ερωτήσεις σε κάθε μάθημα, ήθελε να μαθαίνει τα πάντα.
Πέρα από το ορεινό χωριό που μεγάλωνε, δεν είχε ταξιδέψει κάπου αλλού.

Σήμερα την περίμενε μια μεγάλη έκπληξη.
Ο δάσκαλος θα μιλούσε για τις εποχές.
Έβλεπε το κοριτσάκι θλιμμένο τον τελευταίο καιρό, ήθελε να κάνει κάτι να της φτιάξει το κέφι.
Το πρόσωπο της Ελπίδας άστραψε, τον κοίταξε με τα πελώρια μάτια της.
Ο δάσκαλος το είδε, χαμογέλασε και άρχισε να διηγείται.

“Κάποτε ήταν τέσσερα αδέλφια πολύ αγαπημένα μα και τόσο διαφορετικά .
Τα ονόμαζαν εποχές.”
Παρατηρούσε συνέχεια το κοριτσάκι, είχε συγκεντρωθεί και άκουγε προσεκτικά κάθε λέξη.
Ο δάσκαλος συνέχισε.
“Το πρώτο από τα αδέλφια το ονόμαζαν Χειμώνα ζούσε ψηλά στα άγρια βουνά και έφερνε την παγωνιά.
Έτσι οι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια τους να μην ξεπαγιάσουν.
Να ξεκουραστούν, να απολαύσουν όλα τα καλά που είχαν συγκεντρώσει στο σπίτι τους.
Δώρα της γης από τις άλλες εποχές.”

Η Ελπίδα εκείνη την στιγμή έξω από το παράθυρο της αίθουσας είδε ένα όμορφο αγόρι.
“Ποιος είσαι, πως μπορείς και πετάς, έχουμε μάθημα τώρα ενοχλείς.”
“Ελπίδα μου είμαι ο Χειμώνας κοίταξε γύρω σου, είμαστε μόνοι μας, πιάσε μου το χέρι, θα ταξιδέψουμε μαζί.”
“Είσαι κρύος θα με παγώσεις, δεν μπορώ να πετάξω.”

Το κοριτσάκι διστακτικά του έδωσε το χέρι της, ήθελε πραγματικά να δει και να ζήσει κάτι άλλο διαφορετικό όμορφο.
Πίστεψε στο λευκοντυμένο αγόρι, του έδωσε το χέρι της και το ακολούθησε.
“Είσαι τόσο ζεστός!”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια