Η Χιονοθύελλα Της Φωτιάς

“Φίδι δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλο.

Το σπαθί μου θα με σώσει.”

Με μιας ο εχθρός εξαφανίστηκε από μπροστά της και προχώρησε στο δρόμο της.

Είχε αποκτήσει την γνώση της σοφίας.

“Μην εμπιστεύεσαι παρά μόνο το ένστικτο σου.”

Παρακάτω συνάντησε έναν καλόκαρδο γέρο.

“Που πας κόρη μου ολομόναχη στο δάσος;

Πάρε αυτόν τον ασκό και δώσε νερό στο ελάφι που θα βρεθεί στο δρόμο σου.”

“Θα το κάνω τι έχω να χάσω.” Σκέφτηκε.

Ένα ελάφι διψασμένο και ταλαιπωρημένο είχε απομακρυνθεί από τα υπόλοιπα.

Έσκυψε και του έδωσε νερό.

Το τάισε και αμέσως αυτό δυνάμωσε.

Έγνεψε να την ακολουθήσει.

Στο μικρό ξέφωτο, ήταν ένα καλυβάκι.

Πήρε το δρομάκι.

Η Φωτιά πίστεψε πως εκεί θα έβρισκε κάποιον να την βοηθήσει.

Να σβήσει την ανεξέλεγκτη φλόγα της.

Η πίστη της ανάγκης να στηριχθεί σε κάποιον, την οδήγησε στο μικρό σπιτάκι.

Είχε ότι χρειαζόταν.

Η αγάπη να προστατευτεί και να ξεκουραστεί από την μάχη που κατάφερε και ξέφυγε.

Λεηλασία, κραυγές βοήθειας, φλόγες έκαιγαν παντού.

Μια γωνιά που θα την προστάτευε, αλλά πόσο;

Μια εστία να σβήσει ότι την έκαιγε και πολεμούσε.

Θα την ηρεμούσε.

“Από πού ξεφύτρωσες εσύ;

Νόμιζα πως ήμουν μόνη.”

“Σε ακολουθώ από την ώρα που μπήκες στο σκοτεινό δάσος.

Θαυμάζω την τόλμη σου μα και την σοφία σου.

Την ανδρεία σου και το θάρρος σου.

Είσαι η Αμαζόνα που ήρθες να μας σώσεις.

Πολεμιστής της φωτιάς, μπορώ να σε νικήσω, δεν θα το κάνω, σε χρειάζονται!

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια