Οι τέσσερις εποχές

“Ποιος είπε ότι είμαι κρύος, απλά δίνω στους ανθρώπους την χαρά του χειμώνα.
Να ξεκουραστεί και η φύση για λίγο.
Έτσι με έμαθε ο πατέρας μου ο Χρόνος.
Έλα να σου δείξω.”

Η Ελπίδα ακολούθησε τον Χειμώνα.
Πέταξε μακριά από την αίθουσα, σε κάποιο άγνωστο μέρος.
Μόνο σε εικόνες του βιβλίου της το είχε δει.

“Εδώ γεννήθηκε ο Χριστός, σε αυτήν την φάτνη.
Κλείσε λίγο τα μάτια σου.
Τώρα άνοιξε τα, πες μου τι βλέπεις;”

“Ένα μωρό μόλις γεννήθηκε.
Τι όμορφο που είναι, πόση γαλήνη, ηρεμία, ομορφιά πλημμυρίζει τον χώρο!
Φως από παντού και φωτεινοί λευκοί άγγελοι, υπάρχει μια όμορφη μαγεία.
Η καρδιά μου νιώθει τόση ευτυχία, τόση αγάπη, τι όμορφα που είναι εδώ!”

Ο χειμώνας ντυμένος στα λευκά, έβγαλε το ζεστό σκούφο του.
Φάνηκαν τα ξανθά του μαλλιά του, τα μεγάλα γαλανά μάτια του.
Υποκλίθηκε μπροστά στο μωρό.
Δεν υπήρχε τόσο όμορφο αγόρι.
Κοίταξε την Ελπίδα, είδε την έκπληξή της.
Την άφησε να θαυμάσει ότι πιο όμορφο μαγικό, είχε γεννηθεί πάνω στην γη.
Το μοναδικό θαύμα της θείας γέννησης.

“Έλα θα αργήσουμε.” Της είπε.
“Που θα πάμε;”
“Πετάμε ψηλά να φτάσουμε το άστρο, το βλέπεις;
Είναι πολύ φωτεινό και άγγελοι τόσοι πολλοί!”

Άσπρες νυφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν.
Σιγά σιγά έγιναν πυκνές

“Χιόνι!!!!!!”
“Είμαστε μες στο χειμώνα!”
“Είναι τόσο όμορφα, δεν βλέπω τίποτα τώρα πάρα μόνο μεγάλες πεταλούδες χιονιού.
Δεν κρυώνω, περιέργο.”

Το αγόρι χαμογέλασε, ήταν η ζεστή καρδιά του που έδινε στο κοριτσάκι ζεστασιά.
“Θα περάσουμε, από το δάσος να δεις το μικρό σπιτάκι μας.”

Στο χιονισμένο δάσος ένα σπιτάκι, τρία μικρά παιδιά περίμεναν μοναχά τους.

“Είναι τα αδέλφια μου, με περιμένουν.
Θα ξεκουραστώ για λίγο, θα αναλάβει το ταξίδι σου η αδελφή μας.”

Ο Χειμώνας έδωσε την Ελπίδα στην Άνοιξη.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια