Ο νάνος της στέγης

Άρχισε να εξερευνεί το σπίτι.

Στην κουζίνα βρήκε κάποια λιγοστά τρόφιμα και φρούτα.

Πρώτη φορά αισθανόταν τόσο όμορφα και ξέγνοιαστα.

Δεν την ένοιαζε που ηταν μόνη.

Άλωστε είχε ενημερώσει τους αγαπημένους της ότι θα έφευγε ένα μικρό ταξίδι.

Δεν θα ανησυχούσε κάνεις.

Βγήκε στην μεγάλη βεράντα, κατέβηκε τα σκαλοπάτια και θαυμάσε τους κήπους.

Πήγε το άλογο της στους στάβλους.

“Άλλη μια μέρα θα μείνουμε, είναι τόσο όμορφα εδώ!!!

Θα πρεπει να γνωρίσω τον ιδιοκτητη και να τον ευχαριστήσω .”

Η ομορφιά του τόπου την είχε μαγέψει.

Τριανταφυλλιές, σε όλα τα χρώματα, ψηλά δέντρα, ένας μικρός παράδεισος στη μέση του πουθενά.

Αυτή την στιγμή ήθελε τόσο πολύ να απολαύσει την ηρεμία και την ομορφιά, το μόνο που την ένοιαζε να μάθει που ήταν τόσα χρόνια κρυμμένη τόση ομορφιά και ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού.

Ο μόνος τρόπος να το μάθει ήταν να εξερευνήσει το εσωτερικό του σπιτιού.

Στο μεγάλο χώρο δέσποζαν παλιοί πίνακες που απεικόνιζαν γυναικείες φιγούρες που έζησαν χρόνια πριν.

Όταν ξαφνικά στάθηκε μπροστά σε έναν μεγάλο παλιό καθρέφτη, αισθάνθηκε την παρουσία κάποιου.

Ήταν η μαγεία που είχε ο καθρέφτης.

Τι την είχε μαγέψει τόσο πολύ, ήθελε να μάθει.

Άνοιξε μια πόρτα, ήταν πολύ σκοτεινό το δωμάτιο, φαίνονταν με δυσκολία κάποια σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο υπόγειο χώρο του σπιτιού.

“Κάποια άλλη στιγμή σκέφτηκε.”

Έκλεισε την πόρτα πίσω της, ακολούθησε την εσωτερική ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο πάνω μέρος του σπιτιού.

Πέρασε από τον ξενώνα και τα άλλα δωμάτια που φιλοξενούσαν τόσο κόσμο χρόνια πριν.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια