Χριστούγεννα στο ράφι

“Για να κατεβαίνουν οι λύκοι πρέπει να έχει πέσει πολύ χιόνι στις κορυφές των βουνών και να μην βρίσκουν τροφή .”
Τρόμαξε στην ιδέα αυτή του σκληρού και ανελέητου χιονιά.
Κοίταξε στην αυλή, το χιόνι έπεφτε σε χοντρές νιφάδες και σκέπαζε τα πάντα.
Ησύχασε για λίγο και άρχισε να σχεδιάζει.
“Θα τελειώσω για απόψε, θα φτιάξω τις καλύτερες κούκλες για τα δίδυμα κοριτσάκια του άρχοντα.” Ψιθύρισε στην γάτα του που τώρα χαϊδευόταν στα πόδια του.
Έσβησε το κερί, άφησε το σχέδιο μισοτελειωμένο πάνω στο τραπέζι, έγειρε στον καναπέ απέναντι στο τζάκι να ξεκουραστεί.
Το δωμάτιο φωτιζόταν από τις φλόγες που έκαιγαν τα μεγάλα κούτσουρα στη γωνιά.
Σκιές έπεφταν στο δωμάτιο από το παιχνίδι της φλόγας με τα λιγοστά αντικείμενα.
Η νύχτα μεγάλη, είχε στο νου τα ζα του.
Ανησυχούσε πως θα τα βγάλει πέρα σε τόσο βαρύ χειμώνα.
Πως θα έφτανε στην κοντινή πόλη να παραδώσει τις παραγγελίες των παιδιών.
Ήξερε πολύ καλά, το πρώτο χιόνι θα σταματούσε μέσα Γενάρη στις αλκυονίδες μέρες.

Λίγες ώρες ήθελε μέχρι να ξημερώσει.
Τώρα το χιόνι έπεφτε πυκνό σε πολύ χοντρές νιφάδες.
Τα ψηλά δέντρα που προστάτευαν το εργαστήρι είχαν λυγίσει από το βάρος.
Δεν ήταν ακόμη χαράματα όταν άκουσε τον πετεινό.
Σηκώθηκε και κοίταξε από το παράθυρο.
“Θα πέρασε το ένα μέτρο, πρέπει να δω τα ζώα.
Όπου να είναι θα γεννήσουν τα θηλυκά.”
Ευτυχώς υπήρχαν τρόφιμα για όλους, το μόνο που τον ένοιαζε, η φροντίδα τους να τα κρατήσει ζεστά και υγιή.

Παρατήρησε τα σχέδια του, τα πράγματα είχαν μετακινηθεί, το μελάνι είχε χυθεί πάνω στο τραπεζομάντηλο.

Κοίταξε ενοχικά τις γάτες του, γουργούριζαν δίπλα στην φωτιά.
Κάποιος είχε μπει στο σπίτι του.
Ήταν όλα ανακατεμένα.
Το σχέδιο του πειραγμένο.
Τρόμαξε όταν το είδε.
“Ποιός να σχεδιάσε αυτή την ασχήμια; Τι ανόητο αστείο; Ποιός θέλει τις ευχούλες αιχμάλωτες και τα παιδιά στεναχωρημένα; Ποιός έχει τόσο άσχημη και μαύρη ψυχή;” Αναρωτήθηκε.

Είχε ακούσει μια ιστορία παλιά από τον παππού του.
Θυμήθηκε τα λόγια του.
“΄Οταν ο χειμώνας φέρει κρύο, παγωνιά, χιόνι βαρύ νωρίς, τότε έρχονται στην γη από πολύ μακριά, μικρά πλασματάκια, σκοτεινά και μαύρα.
Δεν μπορεί να τα δει κανείς, παρά καμιά φορά τα καταλαβαίνεις από τις σκιές που κινούνται στο δωμάτιο και τα χνάρια που αφήνουν στο χιόνι.
Μοιάζουν με μικρά αερικά, κάτι σαν πάντρεμα νεράιδας, αερικών και ξωτικών.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
4 1 Vote
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια