Χριστούγεννα στο ράφι

Ήταν τόσο όμορφες, ακόμα και ο ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί το αποτέλεσμα.
Είχε πετύχει ότι τόσα χρόνια προσπαθούσε.
Το προσωπό τους άγγιζε το μωρουδιακό, ήταν πολύ χαριτωμένες.
Τα κοριτσάκια θα έπαιρναν τα πιο ωραία παιχνίδια και ο άρχοντας θα έμενε ευχαριστημένος.
Την τρίτη νύχτα σχεδίασε και έραψε τα ρούχα τους.
Μεταξωτά και απαλά.
Τις τοποθέτησε σε δύο όμορφα κουτιά.
Ήταν ευχαριστημένος μπορούσε πια να ξεκουραστεί.
Με τόση πολύ δουλειά, είχε ξεχάσει την ιστορία του παππού του.
“Όλα είναι ιστορίες που μας τις έλεγαν για να μπορέσουν να μας κρατήσουν σε ησυχία.”Σκέφτηκε.
Σαν χαμήλωσε το φως της λάμπας αισθάνθηκε στο χώρο την παγωνιά.
Ένα περίεργο σύρσιμο σαν κάποιος να κρύβεται.

Κάποιο αερικό πέταξε κοντά του, ένα ωραίο απαλό άρωμα σκόρπισε στο δωμάτιο και ο παιχνιδοποιός αποκοιμήθηκε.

Βγήκαν και τα υπόλοιπα αερικά και έβαλαν μέσα στις κούκλες από μια μαύρη καρδιά.

Μετά προσπάθησαν να πάρουν μακριά όλες τις ροζ ευχούλες που είχαν φυλακίσει να μην μπορούν τα παιδιά να ονειρευτούν και να στείλουν μηνύματα για τα δώρα των χριστουγέννων.

Τα χαράματα ο παιχνιδοποιός πετάχτηκε έντρομος.

Το χιόνι είχε φτάσει τα τέσσερα μέτρα και είχε καλύψει μέχρι και τις κορυφές δέντρων.

Τα Χριστούγεννα θα τους έβρισκε όλους στα σπίτια τους δίχως να μπορούν να μετακινηθούν.
Τόσα παιχνίδια θα έμεναν στα ράφια στο μικρό του εργαστήριο.
Η μέρα ήταν δύσκολη, αλλά ο ίδιος είχε συνηθίσει τις περιπέτειες της ζωής στο βουνό.
Σκεφτόταν την ιστορία του παππού του.
Είχε δίκιο, μετά την χθεσινή βραδιά βεβαιώθηκε ότι ήταν αληθινή.
Πως θα μπορέσει να αιχμαλωτίσει τα ξωτικά της νύχτας.
Θα έβρισκε τρόπο να τον βοηθήσουν να μεταφέρουν τα παιχνίδια στα παιδιά.
Είχαν μεγάλη μαγική δύναμη.
΄Εβαλε λίγο χρώμα, ένα πινέλο και μέλι πάνω στο τραπέζι.
“Όλο και κάποιο θα εμφανιστεί να ανακατέψει τα σχέδιά μου.
Τώρα θα σιγουρευτώ ότι υπάρχουν και δεν είναι φαντασίες των παππούδων μου.”
Δεν είχε παρά να περιμένει να νυχτώσει.
Έκατσε μέχρι αργά δίπλα στην φωτιά, πύρωνε τα παγωμένα χέρια του.

Είχε μεγαλώσει και ανταμώσει πολλά παράξενα, απόψε θα ανακάλυπτε την αλήθεια.
Οι ώρες περνούσαν, από την κούραση αποκοιμήθηκε δίπλα στην φωτιά.

Ξύπνησε χαράματα, αισθάνθηκε ένα πέταγμα στο δωμάτιο.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
4 1 Vote
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια