“ΚΑΡΜΑ”-Αύγουστος 2022

Τι περίεργο!

Νιώθω την ανάγκη να αφήσω για λίγο τα συναισθήματα μου στο παρόν.

Δεν “στέκονται” πουθενά.

Ταξιδεύουν.

Περνούν την θάλασσα, τον ουρανό τους.

Φτάνουν μακριά, σε μέρη που δεν έχω περπατήσει ακόμα.

Ίσως, ίσως, πολλά ίσως έχει η ζωή.

Κάποια μέρα να έρθω να σε βρω.

Και εκεί χάνω το μέτρημα.

Τα συναισθήματα πολλαπλασιάζονται.

Η ψυχή μου γίνεται ευτυχισμένη.

Πόσο δύσκολη είναι η αγάπη.

Πόσο δύσκολο να ευτυχήσεις.

Κοντά σου χάνομαι από την ζωή, μπαίνω στον παράδεισο σου, αγόρι του ουρανού και της θάλασσας.

                                 07-08-2022

Είχαμε μέρες αρχίσει τρύγο.

Το πρωινό ξύπνημα, η ολημερίς δουλειά κάτω από τον ήλιο.

Οι απότομες πλαγιές του τόπου μου.

Μας κούραζαν. 

Το βράδυ εξαντλημένα αποκοιμιόμασταν ακόμα και χωρίς φαγητό. 

Εξάντληση.

Παιδιά, τον τρύγο τον κάναμε παιχνίδι.

Γεμίζαμε σταφύλια τα καλαμένια κοφίνια, ραμμένα στο εσωτερικό του με λινάτσα. 

Οι μεγάλοι τα έπαιρναν και τα πήγαιναν στο αλώνι.

Μέχρι να ‘ρθουν βρίσκαμε την ευκαιρία να παίξουμε στην σκιά του κλίματος.

Ανακαλύπταμε φωλιές πουλιών, αυγά και ευτυχώς σπάνια φίδια ή το δέρμα τους.

Ένας θεός ξέρει πόσο τυχερά είμασταν.

Οι κίνδυνοι μεγάλοι.

Από τσίμπημα, φιδιού, σκορπιού, σερσεγκιού σφίγκας.

Βέβαια το βράδυ δεν γλυτώναμε από το τσίμπημα της μέλισσας.

Απλώναμε τα σταφύλια, στίβες στα αλώνια.

Ένα – ένα, είχαν γεμίσει μέλισσες.

Στα δάκτυλα μας τσιμπίματα από το κεντρί τους.

Συνεχίζαμε, πόσο σκληρό κάνει η φύση τον άνθρωπο για την επιβίωση!

Κατά τα τέλη Αυγούστου, οι μέρες γίνονταν πιο σκληρές.

“Να τελειώσουμε, να απλωθεί η σταφίδα στα αλώνια.

Θα χάσουμε την συγκομιδή.

Το βουνό μαζεύει σύννεφα.”

Και δεν την γλυτώναμε.

Τρέχαμε να προλάβουμε να σκεπάσουμε τα αλώνια με τα πανιά.

Να μην βραχούν, μουχλιάσουν, σαπίσουν οι σταφίδες.

Μας έπιανε η βροχή τραβώντας κατά το χωριό με τα πόδια.

Οι μεγάλοι πήγαιναν στα κτήματα να προλάβουν.

Εμείς το “κόβαμε” με τα πόδια.

Μύριζε το χώμα στην πρώτη βροχή.

Συνήθως καταιγίδες ή μπόρες.

Μας τρυπούσε το κόκκαλο.

“Χαμπάρι δεν παίρναμε”.

Καθηστερούσαμε, πλατσουρίζαμε στα αυλάκια της βροχής.

Γεμίζαμε κοκκινιά, λάσπη από την κορφή μέχρι τα νύχια.

Έτρεχαν οι μανάδες μας να προλάβουν.

Να ζεστάνουν νερό έξω στο λεβέτι.

Να πλυθούμε.

Αυτές οι “μανάδες” ηρωίδες.

Τακτοποιούσαν τα παιδιά, το σπίτι τα ζώα.

Τέλος αφού μαγείρευαν, κατάκοπες έπεφταν για ύπνο.

“Δεν θυμήθηκα ποτέ την μάνα μου στο σπίτι.

Ξημερώματα έφευγε, μεσάνυχτα γυρνούσε.”

Όσο για τους άντρες.

Έπρεπε να τρέξουν στην πλατεία του χωριού.

Να βρουν μεροκάματα.

Ήθελε χέρια ο τρύγος.

Να βρουν τον έμπορα.

Να πουλήσουν την σταφίδα, την ραζακιά.

Να κανονίσουν για τα αμπέλια.

Ποια κλίματα θα αφήσουν στις άκρες για κρασί.

Δύσκολη η ζωή στο χωριό.

Και η φύση σαν αγρίευε, έπαιρνε την σοδειά μας.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια