2. Ματωμένες Ψυχές

5.1. Πόνος

Ακούστηκε σαν κεραυνός, έκαψε την καρδιά, πάγωσε το αίμα .

Την κοίταξαν στο πρόσωπο, είχε παγώσει το βλέμμα της, οι σκέψεις σταμάτησαν.

Ένα κενό στο κλάσμα του δευτερολέπτου και μετά άρχισαν να της μιλούν μέσα της τόσα πολλά συναισθήματα.

Ένα ξεχώριζε αυτό του πόνου.

Στα μάτια που δεν δάκρυζαν, αλλά παρέμειναν καρφωμένα στο κενό.

Τα λόγια που δεν ειπώθηκαν τις στιγμές εκείνες, άλλα ήταν σαν να μίλησαν στην καρδιά και την θρυμμάτισαν.

Τι θα γινόταν από εδώ και στο εξής, ποιος ξέρει.

Όλα χάθηκαν, δεν πρόλαβαν να μιλήσουν να πουν αυτά που έπρεπε χρόνια τώρα να ειπωθούν.

Πήρε ένα λευκό χαρτί , κάθισε για λίγο κοίταξε μακριά έξω από το παράθυρο.

Μετά έστρεψε το βλέμμα στο δωμάτιο.

Της φάνηκε σαν να ήταν κάπου στο άγνωστο.

Ήθελε να γράψει κάθε ανάμνηση να φιλάκισει την στιγμή .

“Μίλησε μας. Τον παρακάλεσαν.

“Είμαστε εδώ, δεν είσαι μόνος σου.”

“Τον χάνουμε.”

“Είναι θέμα χρόνου δεν θα αντέξει.”

“Πρέπει να περιμένεις, θα δεις θα τα καταφέρει.”

Δεν υπάρχει γυρισμός, θα χαθεί είμαι σίγουρη, το τραύμα είναι άσχημο, δεν μπορεί να μιλήσει, να αντιδράσει, κοιτάζει το κενό σαν να μιλάει με κάποιους πέρα από μας.

Δεν τους βλέπουμε και όμως υπάρχουν

Το αισθάνομαι, ήρθαν να τους ακολουθήσει.

“Θάρρος, αισιοδοξία, πίστεψε να γίνει το θαύμα.”

Πέρασαν μέρες, δεν συνήλθε.

“Τι απόφαση πήραν;”

“Να περιμένουμε λίγο ακόμη.”

“Γιατί όλο αυτό;”

“Είναι πολύ νέος, του δίνουν ελπίδες, ίσως συνέλθει.

Οι μέρες περνούσαν, ο πόνος μεγάλωνε μέσα της, οι αντοχές της την είχαν εγκαταλείψει.

“Πρόσεχε τον, θα βγω έξω στην αυλή, ίσως ο καθαρός αέρας της νύχτας με βοηθήσει να δω καθαρά, ρεαλιστικά τα πράγματα.”

“Μην ξεμακρύνεις, ίσως ξυπνήσει και σ’ αναζητήσει.”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια