2. Ματωμένες Ψυχές

Σου έδειξα τα σκαλοπάτια της ψυχής μου, σου έγνεψα να τα ακολουθήσεις να πετάξουμε μαζί, να σου μάθω πως είναι να πετάς ευτυχισμένος!

Εσύ στάθηκες με κοιτάξεις, εκεί να μόνη να κοιτώ το δρόμο να φανείς και εσύ πουθενά!”

“Άφησα τα φτερά μου να πέσουν δεν τα χρειάζομαι.

Είμαι μόνη δεν χρειάζεται να πετάξω.

Ακολουθώ δειλά το μονόδρομο που ανοίγεται μπροστά μου.

Σκληρός δύσκολος, αγκάθια με ματώνουν αλλα προχωρώ γιατί πρέπει.”

Ήθελε να του μιλήσει, να του πει πόσο ανάγκη τον είχε.

Μα εκείνος έφυγε από το δωμάτιο.

Κοίταξε γύρω της, τον αναζητούσε η ψυχή της, ήταν η δίδυμη ψυχή της στο κόσμο των φωτεινών αγγέλων, ενός σκοτεινού παραδείσου, που έπρεπε να πονέσεις για να μπεις μέσα του, να συναντήσεις το φως.

2. Το κελάρι

Οι ιστορίες των γερόντων την ανατρίχιαζαν στο άκουσμά τους.

Μετά χαμογελούσε, έτρεχε να προλάβει κάθε στιγμή συντροφιά με τους αγαπημένους φίλους της.

“Δεν βαριέσαι, μύθους φτιάχνουν να περνούν την ώρα τους.

Τι να κάνουν και αυτοί, όπως έμαθαν έτσι και κάνουν.”

Δεν άργησαν να τις μπαίνουν ιδέες.

Υπήρχε μια πόρτα κλειδωμένη χρόνια στο κελάρι.

Μια ξύλινη, σφραγισμένη καλά κλεισμένη πόρτα. .

Δεν θυμήθηκε να είχε ανοιχτεί.

Βάζαν μπροστά τα βαγένια γεμάτα κρασί.
Τρακάδες, ντάνες ολόκληρες τα ξύλα.

Έκλειναν ερμητικά την είσοδο.

Ανύπαρκτο το κλειδί.

Που να ήταν κρυμμένο.

Και αν ήταν ξεκλείδωτη, δεν επιχείρησε ποτέ να την ανοίξει.

Καθώς μεγάλωνε, έπαψαν οι νεότεροι να μιλούν, ήθελαν να ξεχάσουν.

Στα χρόνια της σπάνια μιλούσαν για τον θρύλο που σκέπαζε τον χωριό.

“Ξεχάστηκε, όλα λησμονούνται.

Τι να πιστέψουμε και εμείς οι νεότεροι.

Σαν παραμύθι, μύθος είναι η ζωή του κάθε ανθρώπου.”

Στάθηκε μπροστά στην πόρτα.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια