2. Ματωμένες Ψυχές

Περίμενε πάντα τα εγγόνια του.

Ήθελε το καλοκαίρι να έχουν μόνο τα δικά τους αγνά προϊόντα, της δικής τους σοδειάς.

“Πόση ώρα θα βρέχει ακόμα!” Ψιθύρισε.

Άλλωστε ποιος θα την ακούσει, μόνη της ήταν.

Τα φύλλα από τα δέντρα είχαν πέσει και φαινόταν καθαρά η κολοκαιρινή κατοικία των φίλων της αρκετά μέτρα μακριά ανάμεσα στα περιβόλια.

Δεν υπήρχε φως στο παράθυρο, όλοι είχαν φύγει, είχαν κατέβει στην πόλη, δεν υπήρχε κόσμος στο χωριό παρά μανάχα κάποιοι μεγάλοι σε ηλικία στον πέρα – πάνω μαχαλά του χωριού.

Και αυτοί με την σειρά τους θα κατέβαιναν σιγά σιγά στην πόλη.

Το χωριό ερήμωνε, μόνο φαντάσματα κυκλοφορούσαν.

Στο λιγοστό κίτρινο φως της κολώνας διέκρινε σκιές μιας άλλης εποχής, δεν ήξερε ποιοι ήταν, παρά μόνο της είχαν μιλήσει, στα ονειρά της ερχόταν να ζωντανέψουν σαν σκοτεινές σκιές.

Στην μοναξιά και στην ερήμωση ενός όμορφου χωριού έβρισκαν την ευκαιρία να ξαναζήσουν ότι είχαν αφήσει, ότι δεν είχαν ολοκληρώσει.

Τα φαντάσματα του παρελθόντος ζωντάνευαν, ήξεραν στην εγκατάλειψη του όμορφου τόπου δεν θα τα ενοχλούσε κανείς.

Το σκοτάδι σε λίγο σκέπαζε το χωριό, η ομίχλη γινόταν πυκνή, είχε χαθεί η εικόνα του περιβολιού μπροστά της, ίσα που ξεχώριζες τώρα τα μικρά κόκκινα τριαντάφυλλα, λίγο παραπέρα από το παραθυρό της.

Τι ήθελε τέτοια εποχή μόνη της στο χωριό, θα καθόταν μόνο για ένα βράδυ, το πρωί θα έπαιρνε τηλέφωνο την κολλητή της και θα κατέβαινε στην πόλη δίπλα στην θάλασσα.

Θα έπιναν ένα καφεδάκι και θα ταξίδευαν στα κύματα.

Στο περβάζι του παραθύρου τους ξεχώρισε ένα βιβλίο, το είχε συντροφιά τα βράδυα του καλοκαιριού, την ταξίδευε τις νύχτες.

Η κούραση της ήταν μεγάλη από τα ξενύχτια με τους φίλους της.

Κατάφερνε να το ανοίξει για λίγο.

Δεν προλάβαινε να διαβάσει καμιά δεκαριά σελίδες και ο Μορφέας την ταξίδευε στα δικά του όνειρα.

Ίσως αν τα κατάφερνε απόψε να το διαβάσει, θα μάθαινε και το τέλος της ιστορίας.

Ποιάς ιστορίας, δεν μπορούσε να σκεφτεί οτιδήποτε.

Από εκείνο το βράδυ που είδε το νεαρό αγόρι της ηλικίας της δεν της έχει μείνει μυαλό να σκεφτεί τίποτα άλλο.

Πήρε το βιβλίο στα χέρια της, έστω να το ξεφυλλίσει, δεν είχε διάθεση να το διαβάσει.

Τον ξανασκέφτηκε έντονα τώρα.

Έσφιξε το βιβλίο στην αγκαλιά της σαν να ήταν αυτός .

“Ποιος είναι, γιατί εξαφανίστηκε, που πήγε;” Σκεφτόταν.

Κάθισε στην κουνιστή καρέκλα δίπλα στο παράθυρο, λίγο να ταξιδέψει στις αναμνήσεις της.

Η ματιά της έπεσε σε μια σελίδα!

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια