2. Ματωμένες Ψυχές

Ένα χαμόγελο λυπημένο ζωγραφίστηκε στα χείλη της και η έκφραση του προσώπου της παγωμένη.

“Είμαι σίγουρη, κάπου είναι και μας βλέπει, δεν ζει πια ανάμεσα μας.”

Ήταν βαθιά μεσάνυχτα όταν βγήκε στην αυλή, σκοτάδι πυκνό ένας αέρας διαφορετικός φύσηξε προς στιγμήν μια ανατριχίλα την διαπέρασε.

“Δεν είναι φυσιολογικό σκέφτηκε.”

Μια γάτα πετάχτηκε μπροστά της και έφυγε σαν να είδε φάντασμα.

“Είμαι εδώ κοντά σου δεν φεύγω.”

“Πρέπει μην βασανίζεσαι.”

“Θέλω να γίνεις γυναίκα μου.”

“Μα είμαι το ξέρεις, πριν γεννηθώ ήμασταν μαζί έχασες κάθε μνήμη, τώρα πάλι έκανες το λάθος δεν ξέρω πώς θα σε γυρίσω πίσω.”

Δεν μπορούσε να ελέγξει τις σκέψεις της, αισθανόταν να σφίγγει το μυαλό της, δεν άντεξε άλλο ήθελε να κλάψει δεν μπορεί να τον αγαπάει τόσο.

Ποιος ο λόγος αυτής της αγάπης, μόνο πόνο της δίνει.

“Μ’ αγαπάς;” Τον ρώτησε.

“Λίγο.” Της απάντησε.

“Εγώ πολύ, θα σ’ αγαπάω τόσο όσο για τους δύο μας.”

Δάκρυα την έπνιξαν, να ήξερε τι είναι αγάπη, ίσως να μην την ένιωσε, τα συναισθήματα αυτά να μην υπήρχαν, δύσκολη η ζωή, δύσκολα τα συναισθήματα να αναπτυχθούν.

Ο αγώνας για την επιβίωση, ξεχνάς να αγαπήσεις.

Η Έμιλι γύρισε πίσω, όπου πάντα ανήκε.

Στην αγκαλιά του αγαπημένου της να βαδίσουν πλέον μαζί.

Οι παράλληλοι δρόμοι, διασταυρώθηκαν κάπου στο άπειρο.

Σαν από θαύμα είπε ένας Άγγελος.

Το κάρμα ολοκληρώθηκε.

“Είμαστε μαζί.” Ψιθύρισε η Έμιλι.

“Δεν σε νοιάζει για ότι και να συμβεί;”

Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, στο βλέμμα του ορκίστηκε πως θα είναι πάντα μαζί.

“Σ’ ακολουθώ στην ευτυχία της ψυχής, μόνο εσύ ξέρεις να μου την δίνεις.”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια