2. Ματωμένες Ψυχές

Το Κάρμα του Πεπρωμένου σου, Ξαναγεννιέται..

“Ματωμένες Ψυχές”

Μόνο τις νύχτες μπορεί να ζήσει ότι νιώθει και αισθάνεται.

Μόνο τις νύχτες έχει το δικαίωμα να την συναντήσει.

1.Μοναξιά

Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.

Το παράθυρο είχε θολώσει από την ανάσα της, παρακολουθούσε να ψιχαλίζει αρκετή ώρα, προσπαθούσε να αιχμαλωτίσει εικόνες από την φθινοπωρινή ομορφιά της φύσης.

Η ομίχλη είχε καλύψει τα πάντα, ο μικρός κήπος μπροστά της με τις λιγοστές τριανταφυλλιές που τόλμησαν να ανθίσουν είχε την όψη πίνακα ενός σπουδαίου ζωγράφου.

Το περιβόλι γυμνό, μερικά ξερά χόρτα είχαν απομείνει σαν σκιές καλοκαιριού που τις κατάπινε σιγά-σιγά το φθινόπωρο.

Τα φύλλα από τα δέντρα είχαν στρώσει την γη με χαλί στα χρώματα της ώχρας.

Η μυρωδιά από το χώμα, την βροχή, την υγρασία του κλειστού σπιτιού είχε απλωθεί παντού.

Σχεδόν αρχές Νοέμβρη, το κρύο τσουχτερό, δεν είχε σχέση με την πόλη.

Εδώ ο καιρός δεν αστειευόταν, άλλαζε από την μια στιγμή στην άλλη.

Τι ήθελε τέτοια εποχή στο χωριό, ούτε η ίδια δεν είχε καταλάβει.

Ξύπνησε από έναν εφιάλτη.

Είδε το φως της κολώνας να φωτίζει το έδαφος, παντού σκοτάδι, μόνο εκείνο το φωτεινό σημείο της θύμισε που βρισκόταν και ότι κάποιος την καλούσε να πάει κοντά του.

Αλήθεια τι ήθελε να της πει.

Θυμήθηκε τα λόγια του.

“Θα έρθεις να με βρεις μόνη σου, όταν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια και η μέρα θα μικραίνει.”

Ο εφιάλτης, η μελαγχολική εκείνη φωνή, της προκάλεσε αναστάτωση.

Κάπου βαθιά μέσα της ήξερε ότι έπρεπε να επισκεφτεί το χωριό της.

Αυτή την φορά μόνη.

Θα τον συναντούσε, θα ακολουθούσε το πεπρωμένο της.

Αλλά ποιον;

Ερημικά, αγρίευες με τόση μοναξιά γύρω σου, η Έμιλι ήταν αρκετά δυνατή, τι θα μπορούσε να αλλάξει, το καλοκαίρι από το φθινόπωρο, τον χειμώνα από την άνοιξη.

Ποια η διαφορά, εκτός από τον χρόνο, που φέρνει, παίρνει, δίνει, αλλάζει, εγκαταλείπει.

Σ’αυτό το πέτρινο ημιυπόγειο του σπιτιού τους, ήταν τόσο όμορφα.

Τα καλοκαίρια δροσερό, να κάθεσαι με τις ώρες, νύχτες ατέλειωτες, να ονειρεύεσαι.

Από το μικρό παράθυρο να βλέπεις κατευθείαν στο περιβόλι.

Μοσχοβολούσαν τα λουλούδια.

Τα κηπευτικά και τα φρούτα ωρίμαζαν.

Τι δεν είχαν σ’αυτό το σπίτι, ο παππούς της πάντα φρόντιζε την άνοιξη να σπέρνει, να φυτεύει, να περιποιείται τον κήπο τους.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια