2. Ματωμένες Ψυχές

Για αρκετό καιρό είχε θυμώσει, έφυγε, έμενε σε ένα σπίτι με πραγματική οικογένεια, εκεί που ήξεραν να ανησυχούν για τα παιδιά τους και το μέλλον τους.

Εκεί που ήξεραν να αγκαλιάζουν.

Αλλά και πάλι όλο αυτό την έπνιγε, δεν είχε μάθει την πολύ αγάπη.

Την θεωρούσε πολύ μελό για να υπάρχει, είχε μάθει να επιβιώνει μόνη της.

Την απολάμβανε όμως με τον δικό της τρόπο.

Άλλωστε αγαπούσε τόσο πολύ τις ξαδέλφες της, είχαν δεθεί από μικρές.

Στις αυλές του χωριού όλο το τρίμηνο του καλοκαιριού να παίζουν.

Ο παππούς, αυτός ο καλός παππούς, πόσο τον αγαπούσε ήταν δίπλα της πάντα να την προσέχει, να την κακομαθαίνει.

Χαμογέλασε, θυμήθηκε τα λόγια του, όταν έπεφτε και χτύπαγε.

“Και από την άλλη μεριά τώρα.”

Αχ, παππού μου.

Που να βρίσκεται τώρα, δεν έχει φως το μικρό σπιτάκι του στην άκρη του κήπου.

Ίσως να κατέβηκε στην πόλη στην κόρη του για λίγες μέρες.

Δεν τον είχε ειδοποιήσει ότι θα ερχόταν και να έφυγε για λίγο.

Σίγουρα θα πάει να τον δει, του έχει τόση αγάπη.

Βλέπεις έχασε την κυρά του πολύ νέα, μόνος και αυτός όπως και αυτή.

Μάλλον του έμοιαζε πολύ, ίσως για αυτό το λόγο τσακώνονταν με την μητέρα της.

Ποτέ αυτοί οι δύο δεν συμπάθησαν ο ένας τον άλλον.

Δεν το εξομολογήθηκαν μεταξύ τους, αλλά φαινόταν να αιωρείται η αντιπάθεια τους.

Τελικά ήταν μόνη, έπρεπε να το εκμεταλλευτεί, όσο και να το επιδίωκε κάποιος θα μπλεκόταν οικειοθελώς στα πόδια της να της χαλάσει τις σκέψεις της και την ηρεμία της.

Ένα σπουργιτάκι κάθισε στο παραθυρό της.

Ήταν οι μόνιμοι κάτοικοι χειμώνα – καλοκαίρι.

Κάποια ψίχουλα από το κουλουράκι που είχε πάρει το πρωί από τον φούρνο της πόλης και το σουσαμάκι που είχαν μείνει στο χάρτινο σακουλάκι, τα έριξε έξω από το παράθυρο.

Αυτό κινήθηκε γρήγορα να τσιμπολογίσει τα σπόρια και τα ψύχουλα να μην του αρπάξει κάποιο άλλο.

Η επιβίωση της ζωής.

Μόνο και αυτό όσο και αυτή.

Δεν τους ένοιαζε η τόση μοναξιά, σιγά, το επιδίωξε άλλωστε.

Οι ρυθμοί στην πόλη που ζούσε τα τελευταία χρόνια είχαν αυξηθεί.

Είχε τελειώσει την σχολή της και έπρεπε να δει τι θα κάνει με το μεταπτυχιακό της.

Πολύ διάβασμα, ίσως ήταν καιρός να ξεφύγει από όλα αυτά, να δώσει χρόνο στον εαυτό της να σκεφτεί.

Η ώρα περνούσε γρήγορα και το σκοτάδι ερχόταν πυκνό.

Η υγρασία, η ομίχλη τρυπούσαν τα κόκαλά της.

Το φως στην ξύλινη διπλή κολώνα είχε ανάψει και με δυσκολία φαινόταν, σαν ένα μικρό κίτρινο φαναράκι λίγα μέτρα στην άκρη του χωματόδρομου.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια