“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 10 ~

Χάθηκε στην μαγεία της θάλασσας.

Το καλοκαίρι είχε τελειώσει, η μοναξιά στην αμμουδιά είχε άλλη ομορφιά.

“Άσε με να δω λίγο θάλασσα.”

Την ρούφηξε σαν τον διψασμένο ταξιδιώτη που εκλιπαρεί για μια σταγόνα νερό.

Ήπιε λίγο από την αλμύρα της.

Το αεράκι της ανακάτεψε τα μαλλιά.

Κάποιος πιο πέρα μάζεψε τις τελευταίες ξαπλώστρες.

Έκλεισε τις ομπρέλες, τις έδεσε να τις προφυλάξει από τον άνεμο.

“Θα σε κεράσω ένα παγωτό.”

Η μικρή κοίταξε τον άντρα που της μιλούσε.

Πήρε το παγωτό.

“Θα σου πω μια ιστορία για την θάλασσα.”

“Κάποτε ο κόσμος ήταν γεμάτος νερό.

Υπήρχαν περίεργα πλάσματα με πτερύγια και βράγχια.

Ήταν άσχημα και μοχθηρά.

Οι θεοί έστειλαν τις γοργόνες.

Θεϊκή ομορφιά, δεν περιγράφεται.

Τις κοιτούσες και τις χάζευες.

Σε μια μεγάλη καταστροφή χωρίστηκε η θάλασσα από την ξηρά.”

“Τι λες του παιδιού, δεν την βλέπεις έχει μουδιάσει.”

“Εσύ δεν καταλαβαίνεις πως τα παιδιά τρέφονται από τις ιστορίες, τους αρέσουν.

Για δες τα ματάκια της πόσο λάμπουν, έχει ταξιδέψει στο παραμύθι της.

Είναι άλλο παιδί αυτό δεν το βλέπεις, είναι το παιδί των αγγέλων.”

“Μπα και του λόγου σου πως τα ξεχώρισες όλα αυτά.

Φαντασμένος είσαι όπως και δαύτη.

Άσε να περάσουν λίγο τα χρόνια, την λυπήθηκε ο θεός να την παντρέψουν ήθελαν.

Τώρα πάει στην μεγάλη πόλη να μάθει γράμματα λέει.

Την ήθελε καλή οικογένεια, δεν κατάλαβα γιατί δεν έδιναν λόγο.

Ας αργούσαν λίγο τον γάμο.

Εκείνη η γυναίκα φταίει, μπλέχτηκε στην οικογένεια και αυτοί την άκουσαν.

Ήθελαν να μάθει γράμματα η μικρή.

Όλοι γραμματιζούμενοι θα γίνουν και το χωριό θα αδειάσει.”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια