“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 15 ~

Η πόλη

“Να αυτός είναι ο δρόμος σου.”

Δεν χρειάστηκε να της το δείξει δεύτερη φορά.

Ήταν τόσο εύκολα, τόσο διαφορετικά.

Πέρασε την καγκελόπορτα μιας φυλακής.

Μιας φυλακής “μόρφωσης”.

Στάθηκε όρθια στον τοίχο που χώριζε το σχολείο από τα σπίτια της γειτονιάς.

Πόσο περίεργα τα παιδιά.

Τίποτα δεν της θύμιζε το δικό τους προαύλιο.

Αντί για δέντρα, πανύψηλοι τσιμεντένιοι “γραμμένοι με συνθήματα” άψυχοι κρύοι τοίχοι, από την αντιλιά.

Και αντί για φωλιές πουλιών, μπαλκόνια σε μικροσκοπικά κουτάκια.

“Ναι αλλά μένουν άνθρωποι!” Συλλογίστηκε.

Ο ήλιος, ο γαλάζιος ουρανός της, που να πήγαν.

Μόνο σκιές, παντού άγνωστες σκιές.

Ξένη, μόνη, έπρεπε να προστατευτεί.

Από ποιους;

Στα δικά της τα μέρη ήξερε πολύ καλά τους κινδύνους.

Εδώ ήταν οι ίδιοι οι άνθρωποι γύρω της.

Στάθηκε αρκετή ώρα μόνη της.

Ο τοίχος σαν να ήθελε και αυτός παρέα.

“Σήμερα ήρθες πρώτη μέρα;

Μόνη σου είσαι;”

Κοίταξε δίπλα της.

Ένα υπέροχο κοριτσάκι σαν και αυτήν.

Όχι, δεν ήταν σαν και τα άλλα παιδιά.

Το ένιωσε.

Χαμογέλασε η μια στην άλλη.

Η πρώτη αθώα παιδική ματιά, το πρώτο φιλόξενο χαμόγελο, σαν ήλιος στον κρύο τοίχο, στις άψυχες σκιές, γέμισε φως την ζωή της.

Ένιωσε το παιδί που ήταν, άφησε τον εαυτό της ελεύθερο για πρώτη φορά.

Το κοριτσάκι μου το όμορφο, η δίδυμη ψυχούλα μου, ο άνθρωπος της!

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια