“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 66 ~

Προχώρησαν όλο τον εσωτερικό χώρο, κατέβηκαν τα σκαλοπάτια, πέρασαν μέσα από τον κήπο.

Ένας όμορφος χώρος παράμερα από το ξενοδοχείο, ήταν το γραφείο του.

“Εδώ δεν θα μας ενοχλήσει κανείς.”

Άνοιξε την μεγάλη βιβλιοθήκη.

Έβγαλε κάποια σχέδια.

Τα τοποθέτησε στο μεγάλο στρογγυλό τραπέζι στο κέντρο του χώρου.

“Δανάη φαίνεσαι να είσαι αλλού.

Ίσως να σε κούρασε υπερβολικά αυτή η μέρα.

Αναζητώ την τελειότητα, δεν μου φτάνει ο χρόνος.

Ζητώ συγγνώμη για την ταλαιπωρία.

Αν δεν το αντέχεις να σταματήσουμε εδώ.”

Η Δανάη δεν άκουσε τίποτα, ήταν αλλού.

Το όνειρο της είχε πραγματοποιηθεί.

Ο πρίγκιπα της, το παλάτι.

Ήταν λίγο διαφορετικό “της εποχής”!

Δεν είχε ιππότες με πανοπλιες.

Κυρίες της αριστοκρατίας.

Δεν υπήρχαν δράκοι.

Και στο πιο ψηλό πυργίσκο δεν ήταν η Ραπουνζέλ.

Ήταν αυτή και ο Άλεξ.

Τα χρώματα της μέρας άλλαζαν, ανάλογα με την διάθεση του ουρανού και της θάλασσας.

Και αυτή ταξίδευε.

Σε κάθε χάδι της φωνής του, σε κάθε ματιά του.

Δεν το ήξερε, ήθελε πολύ να το μάθει.

Να του πει πως αυτός ξύπνησε την ζωή μέσα της.

Δεν αναφέρθηκε στην τελευταία τους συνάντηση.

Για αυτόν πλέον να μην υπήρχε λόγος να ανατρέξει πίσω στο χρόνο.

Πόσο θα ‘θελε να του πει πως ο μοναδικός αυτός άντρας άγγιξε τον εσωτερικό της κόσμο και ξύπνησε ότι δεν μπόρεσε ποτέ κανείς άλλος να κάνει.

“Δανάη τι λες για τα σχέδια στο Ναύπλιο;”

Ποια σχέδια αναρωτήθηκε, δεν είχε ακούσει λέξη.

Ένιωθε να κοκκινίζει.

“Έλα πάμε να γευματίσουμε.

Είχαμε όλοι δύσκολη μέρα.

Τρώγοντας μπορεί να μας έρθουν και άλλες ιδέες.”

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια