“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 57 ~

Όσο περισσοτερο πολεμούσε το άγνωστο συναίσθημα τόσο απασχολούσε την καρδιά της.

Έχανε κάθε επαφή με την λογική, κυριαρχούσαν τα συναισθήματα της.

Που αλήθεια να έβρισκε έναν άνθρωπο να της δώσει μια λύση, να της εξηγήσει τι είναι αυτό το αλλόκοτο συναίσθημα που κυβερνά την καρδιά, την ψυχή και χάνεται η λογική.

Η μόνη ευτυχία κρύβεται στο φως της ψυχής των συναισθημάτων της.

Να του μιλήσω, μα πως θα τον πλησιάσω, να τον βρω μόνο του, τι θα του πω;

“Συγγνώμη πάμε από την αρχή.

Συγγνώμη ήταν λάθος μου.”

Τίποτα δεν την ένοιαζε.

Παρά μόνο να τον αντικρίζει.

Να είναι κοντά του.

Σύννεφα σκέπαζαν την κάθε της μέρα.

Απέφευγε κάθε συνάντηση τους.

Στον ίδιο χώρο, αλλά αντικριστά, έτσι θέλησε η ζωή, παράλληλοι δρόμοι .

Θέμα ασφάλειας της ψυχής να μην προλάβει και την δει να καταρρέει.

Να τσακίζεται να θυσιάζεται στο κάθε συναίσθημα που την αγκάλιαζε και της έφαιρνε άγνωστες επιθυμίες που μέχρι σήμερα είχε αποκλείσει από την ζωή της.

Οι σκέψεις της ήταν αυτός ο άντρας, έντονες της έφερναν ευτυχία, αλλά συγχρόνως την έκαναν να αναρωτηθεί τι πραγματικά θέλει από αυτόν τον άντρα.

Γιατί για φιλία δεν έμοιαζε, ήθελε το κάτι παραπάνω.

Ένα άγγιγμά του, περισσότερο χρόνο μαζί του, να τον γνωρίσει.

Τόση μοναξιά, στάθηκε στο παράθυρο και κοίταξε την νύχτα να την αγκαλιάζει.

Η ώρα είχε προχωρήσει αρκετά.

Η πόλη ουρλιάζει γύρω της, σαν τους λύκους το απόβραδο, πεινασμένοι ψάχνουν να βρουν ένα εύκολο θύμα να κατασπαράξουν στην πείνα τους, να νιώσουν την χόρταση.

Σαν τα τσακάλια που κλαιν στις ρεματιές στο φως του δείλι.

Πώς θα βρει το δρόμο στα άγρια θεριά;

Πόσο μόνη αισθάνεται.

Ο έρωτας έκοψε τα φτερά της ελευθερίας της και γατζώθηκε να μην πέσει σε ένα κλαδάκι, τρυφερό στην άκρη του βράχου.

Πώς θα κρατήσει και δεν θα λυγίσει να τσακιστεί στα άψυχα βράχια.

Έτσι μόνο του και αυτό πρόβαλε στην αγριάδα του καιρού να ανθίσει, σε μιαν ακρούλα.

Σαν και αυτήν, σαν τον είδε ερωτεύτηκε, γιατί;

Πώς αιχμαλώτισε έτσι την ψυχή της;

Σε έναν έρωτα που δεν της ανήκει;

Με ποια δύναμη να κόψει τα φτερά του έρωτα, να σταματήσει να πετάει στα όνειρα της σ’ αυτόν. Tην αιχμαλώτισε την έκανε δική του πριν καν να τον συναντήσει.

Καραδοκούσε ο έρωτας, καρτέρι έστησε στην ελευθερία της ψυχής της.

Την διέλυσε, τεμάχισε την σώμα της αγάπης.

Ψάχνει τα κομμάτια να τα ενώσει.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια