“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 64 ~

Ποιες αρχές που τις καταπάτησε όλες.

Κοιμήθηκε σε μεταξωτά σεντόνια και αισθάνθηκε άβολα.

Ερωτεύτηκε τον άντρα κάποια άλλης και δεν ντράπηκε .

Θυμίσεις

Αναρωτήθηκε κάποιος, μπορείς να φυλακίσεις την ψυχή όταν διαλέξει να πετάξει στο περιβόλι ενός έρωτα που την γοήτευσε για πρώτη φορά.

Γνωρίζει από νόμους και συστάσεις.

Δεν ρωτάει ούτε καν εσένα τον ίδιο αν επιτρέπεις να ταυτιστείς και αγαπήσεις αυτόν τον άνθρωπο.

Δεν έχει μέτρο η αγάπη, η συμπάθεια, ο έρωτας.

Γιατί αν ξεπερνάς το όριο και δεν πάει άλλο, αρχίζουν τα καρδιοχτύπια, οι αρρυθμίες, τα ξενύχτια, τα όνειρα, η επιθυμία να σταθείς και να κοιτάζεις τον άντρα που σε γοήτευσε.

Να ταξιδεύεις μαζί του και να κάνεις όνειρα.

Είναι εκδοχές του έρωτα.

Γνωρίζεις ότι γεννήθηκες για τον έναν, τον μοναδικό που έχει την δύναμη να σε φυλακίσει για πάντα.

Πόσο άλλαξαν γύρω της, ελεύθερη αισθανόταν, πετούσε σε μια ευτυχία που δεν υπήρχαν καρδιοχτύπια, δεν υπήρχαν όλα τούτα τα χρυσά και μεταξωτά γύρω της.

Ξυπόλητη ήταν και περπατούσε στην βροχή και στα χόρτα.

Στο βρεγμένο χώμα του φθινοπώρου, στα χόρτα που θέλησαν να ξυπνήσουν για λίγο στη γη.

Να την πρασινίσουν και ύστερα να τα παρασύρουν οι μπόρες να τα ξεριζώσουν.

Δεν φοβήθηκαν, απλά φύτρωσαν να δώσουν το δικό τους χρώμα.

Να υποδεχτούν τα φύλλα, κιτρινισμένα και κουρασμένα από τον ήλιο του καλοκαιριού.

Στην φύση δεν φοβήθηκε, έτρεχε μικρό αγρίμι, ας σκόνταφτε, ας τραυμάτιζε τα πόδια της.

Δεν πονούσε.

Τα χέρια σκισμένα και σκασμένα, τραυματίζονταν σαν έχτισαν σπιτάκια με πέτρες και λάσπες.

Η ευτυχία της τόσο μεγάλη, δεν την ένοιαζε αν τραυματιζόταν, πόνος δεν υπήρχε.

Είχαν το δικό τους νοικοκυριό με λάσπη και χώμα στο μικρό τους πέτρινο σπιτάκι που τους έμοιαζε παλάτι.

Τάχα μαγείρευαν με χόρτα και πέτρες.

Έβαζαν νερό σε μια δήθεν κατσαρόλα που την έβρισκαν πεταμένη σε μια γωνία του σπιτιού λίγο πριν πάει στα σκουπίδια.

Και αν δεν έβρισκαν πιάτα παλιά, έκοβαν τα πιο μεγάλα φύλλα από την κληματαριά και σέρβιραν το πιο νόστιμο φαγητό από λάσπη και χορτάρια φτιαγμένο.

Έτρωγαν με ξυλάκια, όχι βέβαια αυτά που ήξερε η πόλη, αλλά από βέργες κουτσουπιάς.

Τους φάνταζε της γης ο πλούτος όλος.

Πως τα χρόνια έφυγαν, άλλαξαν.

Στέκεται στο παράθυρο, βλέπει να ανοίγεται μπροστά της ο Σαρωνικός.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια