“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 3 ~

Σε μια οικογενειακή συζήτηση, υπάρχουν αντιρρήσεις.

“Μα τι λέτε τώρα, το κορίτσι είναι μικρό.

Να τελειώσει πρώτα το μεγάλο σχολείο.

Θα την πάρω μαζί μου.”

Όλα σχεδιάστηκαν και όλα έγιναν όπως ήθελε η γυναίκα.

“Θα την έχω μαζί μου θα την φροντίζω.

Δεν θα της λείψει τίποτα.

Θα επιστρέψει και θα παντρευτεί.

Μηνύστε στην οικογένεια να περιμένει.”

Το κοριτσάκι ακούγοντας την συζήτηση αρπάζεται από το κάλεσμα της γυναίκας.

Φεύγει για την μεγάλη πόλη παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της.

“Και μην κατεβάσεις το βρακί σου σε κανέναν, ακούς;”

Το άκουσε, δεν καταλάβαινε τι εννοούσε η γειτόνισσα τους.

Η στενοχώρια της μεγάλη.

Άφηνε φίλους αγαπημένους.

Να ζήσει σε μια άγνωστη μεγάλη πόλη.

Ποιος την ήξερε, κανείς, δεν θα ξεστομούσε τίποτα, θα ακολουθούσε το πεπρωμένο της.

Άλλωστε να γίνει γυναίκα κάποιου δεν την ενδιέφερε, ακόμα έπαιζε στα αλώνια με τα αγόρια και τα κορίτσια και έκαναν όνειρα, τι θα έκαναν όταν μεγαλώσουν.

Ο γάμος και τα παιδιά ήταν άγνωστα όνειρα για αυτήν.

“Θα ερχόμαστε τακτικά να σε βλέπουμε.”

Μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε ποτέ.

Μισή ώρα περπάτημα σε κάποιο άγνωστο στενό.

Δεν υπήρχε επιλογή.

Το μόνο που ήξερε να πηγαίνει σχολείο.

Να παίζει μπάλα, ποδόσφαιρο, κρυφτό.

Ναι και το σημαντικότερο, να διαβάζει βιβλία που τις έδιναν περισσότερες γνώσεις.

Να ονειρεύεται.

Τι, ποιος ξέρει από όνειρα.

Ποιος θα την καταλάβαινε.

Να μιλήσει σε ποιον.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια