“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 30 ~

Είχε ανάγκη από παρέα.

Να μιλήσει σε κάποιον.

Ήταν σίγουρη ότι δεν θα το έκανε.

Η μόνη αλήθεια της η μοναξιά της.

Να εμπιστευτεί.

Η ίδια η ζωή της μετά το βιασμό, της απέδειξε για άλλη μια φορά ότι ο καθένας παλεύει για τα ιδανικά του.

Ποιον να πιστέψει.

Κανέναν.

Πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο κέντρο.

Η πόλη έμοιαζε έρημη.

Στην διασταύρωση της Λιοσίων, ακολούθησε τον δρόμο που οδηγούσε στην πλατεία Βικτωρίας.

Από εκεί θα περνούσε την Ηπείρου και θα πήγαινε για καφέ στο Μουσείο.

Ήταν σκοτεινά και επικίνδυνα να κυκλοφορεί μόνη της.

Είχε την ανάγκη να ξαναθυμηθεί.

Να περπατήσει τους ίδιους δρόμους που πριν δύο χρόνια είχαν να θυμηθούν αλλά όνειρα.

Άλλα χαμόγελα, δύο νέων κοριτσιών σε ένα δρόμο στρωμένο με λουλούδια αγγέλων.

Η γνωστή φυσιογνωμία.

Από τότε που ήρθε στην πόλη περιπλανιέται στους δρόμους.

Αλήθεια πώς ήρθε απόψε στης Βικτωρίας τα στενά.

Κάποιος πήγε δίπλα του.

Έφυγαν χάθηκαν στα στενά.

Στο κεντρικό περίπτερο τα ρολά κατέβηκαν

Γιατί πόσο αργά να ήταν.

Στο σπίτι “το σκοτεινό” με την ένδειξη της κόκκινης λάμπας.

Σε εκείνο το ταπεινό μεροκάματο.

Ένα ζευγάρι βγήκε.

Ο άντρας μεθυσμένος και η γυναίκα κακόγουστα βαμμένη και ντυμένη.

“Ε, ψιτ κυρία, πάμε να σε κεράσω ένα ποτό.”

Το έβαλε στα πόδια.

Τι ταπείνωση.

Πώς του φάνηκα, τόσο “φτηνή”;

Απελπίστηκε.

Χώθηκε γρήγορα σε έναν καφέ.

Το περιβάλλον ήταν θολό, ομιχλώδης.

Τα τσιγάρα, το πιοτό.

Άντρες και γυναίκες να χαϊδεύονται.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια