“Καταδικασμένοι Έρωτες Ι”

~ 31 ~

Ξεπουλούσαν τον έρωτα.

Τον έκαναν να φαίνεται φτηνός.

Στα πέντε λεπτά που έμεινε πίστεψε πως ότι αγνό και όμορφο υπήρχε χάθηκε στης πόλης τους διαδρόμους.

Τα μάτια της δάκρυσαν από την ομίχλη του τσιγάρου ή ίσως από την απογοήτευση της ψυχής.

“Για που το βαλες τέτοια ώρα.”

“Επιτέλους μια γνωστή φωνή.”

“Να σε συνοδεύσω μέχρι την πόρτα.

Στα μέρη αυτά δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί.”

Δέχτηκε με μεγάλη ανακούφιση.

Ιδιαίτερα όταν περνούσαν την Βάθης με τους “περίεργα φτιαγμένους ανθρώπους”.

Η πόλη σιγά σιγά κοιμόταν.

Κάποιοι ξυπνούσαν να πιάσουν δουλειά.

Μια άλλη δουλειά που δεν ήθελε να γνωρίζει.

Μια δουλειά που ταπεινώνει την γυναίκα για ένα φτηνό πουλημένο μεροκάματο.

Επιλογές ζωής για ένα κομμάτι ψωμί.

Σκληρός και αδίστακτος ο τρόπος αυτός.

Τα συναισθήματα που χάθηκαν στη λάσπη του δρόμου, καμιά βροχή, κανένας χειμώνας δεν μπόρεσε να τα ξεπλύνει.

Ναι που αυτά σαν παιδί είχε ακούσει ότι κυλίστηκαν στους αχυρώνες.

Καταπατώντας την τιμή.

Ανασταίνοντας τον έρωτα.

Καρδιοχτυπούσαν για μια αγάπη κρυφή, για ένα πόθο να παλέψουν να αγγίξουν το κορμί.

“Φτάσαμε, θα περιμένω να ανοίξεις την πόρτα.”

“Σε ευχαριστώ Νικόλα μου.

Σε ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου.”

Ναι αυτή ήταν μια άλλη φιλία.

Την προστάτευε, ποτέ δεν την έφερε σε δύσκολη θέση.

Είχε δει την αγνότητα της ψυχής της.

Την είχε σεβαστεί.

Πάντα την οδηγούσε με ασφάλεια στο σπίτι.

Περιμένοντας να ανοίξει την πορτα.

Να μείνει ήσυχος ότι είναι ασφαλής.

Μετά εξαφανιζόταν.

Δούλευε στα Εξάρχεια σε pump γνωστή.

banner_home_2

Δημοσίευση

Share on facebook
Share on twitter
Share on email
0 0 Votes
Article Rating
Εγγραφή
Ειδοποίηση για
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
Δείτε Όλα Τα Σχόλια